(Δικός της)
του Spike Jonze
her-spike-jonze.jpg

Αν και η ταινία εντάσσεται στο είδος της ρομαντικής ταινίας, που τόσο πετυχημένα στο παρελθόν έχει ασκηθεί σ’ αυτό το Χόλιγουντ, ωστόσο εντός του συνιστά έναν εκσυγχρονισμό: θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια σπουδή στις δυσκολίες των συναισθηματικών τραυμάτων και την υπέρβαση τους, με φόντο τη ψηφιακή εποχή (και τις παραισθήσεις της).
Η αφήγηση διαδραματίζεται στο μάλλον εγγύς μέλλον. Ο κεντρικός ήρωας της αφήγησης, ο Theodore Twombly (στο ρόλο ο Joaquin Phoenix) ζει μια μοναχική ζωή, βιώνει το συναισθηματικό κενό ενός πρόσφατου χωρισμού. Συγγραφέας «προσωπικής αλληλογραφίας» βρίσκει μια απροσδόκητη διέξοδο στο προσωπικό του συναισθηματικό (και όχι μόνο) αδιέξοδο σε μια τεχνολογική εξέλιξη: εγκαθιστά στον προσωπικό υπολογιστή του τη νέα έκδοση του Λειτουργικού Συστήματος Τεχνητής Νοημοσύνης. Ο Theodore αναπτύσσει μια προσωπική σχέση με ό, τι συνιστά τη διεπαφή (Interface) του Λ.Σ.: τη γυναικεία φωνή. Καθώς η σχέση εξελίσσεται, ο ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις απολαύσεις, αλλά και τις αντιξοότητες της…
Η ιδιαιτερότητα της δραματικής πλοκής (αλλά και της ταινίας στο σύνολό της ) έγκειται στη σχέση του ήρωα με τη γυναικεία φωνή: οικοδομείται έτσι ένα παράλληλο ηχητικό σύμπαν, μέσα στο οποίο η γυναικεία φωνή βρίσκεται στο κέντρο. Και είναι ακριβώς η απουσία της εικόνας, του προσώπου, της σωματικής παρουσίας της γυναίκας που κάνει τον ήρωα να δείχνει ως να μονολογεί διαρκώς. Η εικόνα του -να μονολογεί- δεν είναι ανοίκεια για τον πολίτη μιας μεγαλούπολης: ως αφετηρία της ταινίας κάποιος μπορεί να αναγνωρίσει την εικόνα ενός κατοίκου μιας πόλης να συνομιλεί στο κινητό του τηλέφωνο σε δημόσιο χώρο.
[Αυτό βέβαια δεν είναι βέβαια κάτι νέο για το σινεμά: η Anna Magnani στο μέρος Una voce umana (βασισμένο σ’ ένα μονόλογο του Jean Cocteau) της σπονδυλωτής ταινίας L'amore (1948) είναι μια συγγενής του ήρωα ηρωίδα.]
Είναι η αποσύνδεση/ αποχώρηση του ήρωα από το (δημόσιο) χώρο και η είσοδός του σ’ ένα παράλληλο (ψηφιακό) σύμπαν, όπου ο χώρος ορίζεται από τη (γυναικεία) φωνή: μέσα σ’ αυτό το εικονικό- δραματικό (;) χώρο αναπτύσσεται η δραματική πλοκή. Μια ταινία σχέσης, ή μάλλον καλύτερα διαλόγου (του ήρωα με τη γυναικεία φωνή), που τελικά στην πραγματικότητα καταλήγει να είναι μια ταινία μονόλογου. Μια ταινία, στη φόρμα ενός ρομαντικού μελοδράματος, πάνω στην αλληλεπίδραση/ διάδραση/ συνδιαλλαγή/ συνομιλία με τις ψηφιακές οντότητες που έχουν πλέον εγκατασταθεί στο σύγχρονο κόσμο: ένα σχόλιο για το σύγχρονο ψηφιακό πολιτισμό.
Υπάρχει όμως ακόμα μια επιπλέον ιδιαιτερότητα στην ταινία: σχεδιάζοντας το πορτραίτο ενός μονήρη άνδρα στη ψηφιακή εποχή, η σκηνοθεσία καταλήγει να κάνει ένα σχόλιο για τις δυναμικές των ανδρικών φαντασιώσεων. Η γυναικεία φωνή-στο ρόλο η άκρως αισθησιακή Scarlett Johansson-, χωρίς σάρκα και οστά, μοιάζει καταρχάς να εκπληρώνει τις ανδρικές φαντασιώσεις: είναι ένας άδειος καμβάς όπου η ανδρική φαντασία αφήνεται ελεύθερη να σχεδιάσει, να εκφράσει τις βαθύτερες επιθυμίες της. Όμως, όπως μας υπενθυμίζεται στη δραματική κορύφωση της ταινίας, αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει επ’ άπειρον και χωρίς συνέπειες: οι παραισθήσεις στο τέλος καταρρέουν αφήνοντας γυμνό και απροστάτευτο τον ήρωα. Η απόδραση από τον πραγματικό κόσμο και η καταφυγή σ’ ένα «ψεύτικο», εικονικό σύμπαν δεν μπορεί συνιστά λύση.
Εντέλει ό,τι παρακολουθήσαμε δεν ήταν μόνο μια ρομαντική ταινία, αλλά και μια ταινία βαθύτατα υποκειμενική, ένας (ανδρικός) μονόλογος πάνω στους πόνους του χωρισμού…

Δημήτρης Μπάμπας