Στα μέσα της δεκαετίας του 80 ένας νεαρός αμερικανός συγγραφέας άκουγε στο ραδιόφωνο μια μουσική που θα του άλλαζε ριζικά τη ζωή. Οι παράξενες αρμονίες της τον υπνώτισαν με τρόπο μαγικό. Λίγο αργότερα θα αναζητούσε ο ίδιος την πηγή της μουσικής αυτής, για να καταλήξει στο τροπικό δάσος της Κεντρικής Αφρικής. Εκεί που κατοικούσε η φυλή των πυγμαίων Μπαγιάκα, μια από τις αρχαιότερες της γης. Μαγεμένος από τον τρόπο ζωής τους θα αποφάσιζε να κάνει το δάσος σπίτι του και να γίνει μέλος της κοινωνίας τους.
Το Song from the Forest του γερμανού ντοκιμαντερίστα Michael Obert επιχειρεί μια κατάδυση στον περιβάλλοντα αλλά και εσωτερικό κόσμο του Louis Sarno, εθνομουσικολόγου που έχει ηχογραφήσει περισσότερες από 1000 ώρες μουσικής των Μπαγιάκα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την εγκατάστασή του στο δάσος, ο Sarno παραμένει εκεί, έχει κάνει οικογένεια και ξεκινάει ένα ταξίδι μύησης με το δεκατριάχρονο γιό του για τη νέα Υόρκη, τον γενέθλιο τόπο του. Με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στους ουρανοξύστες του Μανχάταν και στην τροπική βλάστηση του αφρικανικού δάσους και με τις ενδιάμεσες μαρτυρίες μιας παλιάς συντρόφου του και του κοντινού του φίλου, Jim Jarmusch, στήνεται αργά και υποβλητικά το πορτρέτο ενός ανθρώπου, που είχε την επιθυμία να ακούει και να βυθίζεται σε ήχους μυστηριακούς, αλλά και την ευαισθησία να συμβάλει στη διατήρηση ενός κόσμου ανόθευτου που κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Τις περισσότερες πληροφορίες μας τις δίνει ο ίδιος ο Sarno, καθώς μιλάει για τον εαυτό του αλλά και αφηγείται στιγμές που τον σημάδεψαν: την πρώτη του εμπειρία στο δάσος, τον τρόπο επικοινωνίας του με τον έξω κόσμο, την επαφή του με την μουσική της φυλής («ήχοι που δεν πρόκειται να ακουστούν πια»), την αγάπη του για την πολυφωνία και την κλασική μουσική. Κυρίως όμως παρουσιάζει τον κόσμο μέσα στον οποίο επέλεξε να ζήσει, όχι σαν κάτι το πρωτόγονο, αλλά σαν ένα καλά οργανωμένο οικολογικό περιβάλλον, στο οποίο βιώνει κανείς την πνευματική ηρεμία μέσα από την ένωσή του με τη φύση και τα άλλα μέλη της κοινότητας. Ο γιος του αντιθέτως φαίνεται να γοητεύεται από τον ψεύτικο καταναλωτικό κόσμο της Αμερικής, τον οποίο αποστρέφεται ο πατέρας. Η στάση του είναι ενδεικτική για την επιθυμία των νεότερων να αφομοιώσουν τον μοντέρνο τρόπο ζωής.
Η ταινία πέρα από ένα ταξίδι σε έναν κόσμο που χάνεται και την προβολή ενός εναλλακτικού μοντέλου ευτυχίας αποτελεί κυρίως μια γοητευτική μουσική ξενάγηση στις ακατέργαστες ακουστικές μελωδίες των Μπαγιάκα οι οποίες σε αντίστιξη με τους αναγεννησιακούς ύμνους που ακούγονται στην ταινία δημιουργούν ένα υπέροχο ηχητικό τοπίο.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]