(Σιωπηλός μάρτυς )
του Alfred Hitchcock
rear-window .jpg

Ένας φωτορεπόρτερ, ο Τζεφ, βρίσκεται ακινητοποιημένος με το πόδι στο γύψο, στο σπίτι του στο Μανχάταν και περνά τις μέρες του παρατηρώντας με τα κιάλια στα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας, τις ζωές και τις συνήθειες των γειτόνων του. Κάποια στιγμή, ωστόσο, του δίνεται η εντύπωση ότι ο Λαρς, ένας άνδρας που μένει απέναντι, έχει σκοτώσει τη σύζυγό του. Δεν έχει όμως αποδείξεις και κανείς δεν τον πιστεύει. Τότε ζητάει από την αρραβωνιαστικιά του Λίζα και από τη νοσοκόμα του Στέλλα, να τον βοηθήσουν να εξιχνιάσει το μυστήριο της εξαφανισμένης συζύγου του Λαρς. Οι δυο γυναίκες καταστρώνουν λοιπόν ένα σχέδιο, για να παγιδεύσουν τον ύποπτο άνδρα. Το σχέδιο αυτό, όμως, μπορεί να βάλει σε κίνδυνο τις ζωές όλων…
 «…Στο Σιωπηλό μάρτυρα, ο Χίτσκοκ αναλύει την ηδονοβλεπτική διάσταση του κινηματογράφου και η ταινία είναι μια από τις λιγοστές μελέτες της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας... Στην αρχή της ταινίας, ο εργένης φωτογράφος Τζεφ (Τζέιμς Στιούαρτ) αποποιείται πεισματικά κι ενοχλητικά τις προτάσεις της γλυκιάς Λίζα (Γκρέις Κέλι) να συζήσουν. Ο Τζεφ είναι στο γύψο, με σπασμένο πόδι, ακινητοποιημένος, σχεδόν ανάπηρος και ανίκανος για σεξ, δηλαδή ευνουχισμένος. Επαναπαυμένος στη ντε φάκτο παθητική θέση του, απωθεί τον έρωτα και το δεσμό του με τη Λίζα, για να γευτεί τις πικάντικες, αλλόκοτες και απρόσμενες τέρψεις της ηδονοβλεψίας. Ασυνείδητα, προτιμά να παραμείνει μπλοκαρισμένος και άπραγος ερωτικά, και έτσι να επιδοθεί ανεμπόδιστος στο χόμπι του, την παρατήρηση όσων συμβαίνουν στην απέναντι πολυκατοικία αφήνοντας ελεύθερες τις ηδονοβλεπτικές ορμές του… Παρατηρεί ευδαίμων και προσεκτικός, καθώς και με αρκετή δόση διαστροφής τη ζωή των ανθρώπων, τους την κλέβει, για να τη χαρεί ο ίδιος από ασφαλή θέση, μιας και αρνείται να ζήσει τη δική του ζωή. Στη θέση του, όμως, κοιτάζουμε κι εμείς. Η κάμερα του Χίτσκοκ είναι δηλαδή το καθοδηγούμενο βλέμμα του Τζεφ και του θεατή… Το ψυχολογικό παιχνίδι του σκηνοθέτη με τον ήρωά του και, κατά προέκταση με το θεατή, είναι πολύπλοκο. Ο θεατής σε πολλές σεκάνς βλέπει ως θέαμα τον Τζεφ, ενδιάμεσα όμως σε αρκετά πλάνα κοιτάζει με το μάτι του ήρωα (συνήθως μέσα από τα οπτικά του όργανα , π.χ. τη φωτογραφική του μηχανή). Ο Χίτσκοκ χρησιμοποιεί επανειλημμένα τα υποκειμενικά πλάνα, επιδιώκοντας την ταύτιση θεατή-ήρωα. Μέσα στο πλαίσιο της κινηματογραφικής δομής της ταινίας, ο Τζεφ αποτελεί προέκταση και ενσάρκωση του ίδιου του θεατή… Παίρνει μαθήματα από το σχολείο της ζωής που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του… Αφού υποπτευθεί πως ο σύζυγος του απέναντι διαμερίσματος δολοφόνησε τη γυναίκα του, για να δικαιωθεί, επιθυμεί με όλη του την καρδιά, ο άντρας να έχει πραγματικά διαπράξει το φόνο... Ο Χίτσκοκ και ο ήρωάς του μάς συμπαρασύρουν… στο σαδιστικό πόθο τους για έγκλημα… Μέσα από δυνατές δοκιμασίες, ο ήρωας θα εγκαταλείψει την ηδονοβλεψία και τη στάση του αδρανούς, ηδονιζομένου παρατηρητή και θα εμπλακεί ενεργά στο ρου της ζωής και του κόσμου... Ο φωτογράφος με το σπασμένο πόδι, θα μπορούσαμε να πούμε πως συμβολίζει τον ακινητοποιημένο σε μια καρέκλα θεατή του κινηματογράφου που αντικρίζει σε μια οθόνη ιστορίες άλλων. Συμπερασματικά, η αριστουργηματική αυτή ταινία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ειρωνικό σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στη σχέση θεατή- θεάματος...».
(Θόδωρος Σούμας, «Κινηματογράφος και έρωτας», εκδ. Αιγόκερως)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ Με τους: Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ, Γουέντελ Κόρι Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ Έτος Παραγωγής: 1954 Διάρκεια: 112'

(δ.τ.)