του Stanley Kubrick
κείμενο του Κωστή Σκαλιόρα
lolita.jpg

Όταν ένα μυθιστόρημα μεταφέρεται στην οθόνη, ο θεατής που έχει διαβάσει το πρωτότυπο κάνει, συνειδητά ή υποσυνείδητα, τη σύγκριση αυτού που βλέπει με το κάπως συγκεχυμένο ίσως, αλλά εντελώς προσωπικό κλίμα μέσα στο οποίο βρισκόταν τη στιγμή της αναγνώσης.
Παραβάλλει, μ΄ άλλα λόγια, την στιλπνή ταινία και τα πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα μ’ εκείνη την άλλη ταινία που ξετυλιγόταν μέσα στη σκέψη του και που θα τη νόμιζε κανείς γυρισμένη μ’ ένα φακό θαμπό, έτσι που οι φυσιογνωμίες να μην διαγράφονται καθαρά και να μένουν αδιάκοπα υποψήφιες για την οριστική σχεδίαση. Η απότομη μετάβαση απ’ αυτήν την αοριστία στην φωτογραφική σαφήνεια της οθόνης, είναι τις περισσότερες φορές μια δοκιμασία, κάτι σαν βίαιη αφύπνιση. Και πρέπει να περάσει κάμποση ώρα για να μας κερδίσει η ταινία με τις δικές της αρετές -αν έχει-και με τη δική της ατμόσφαιρα -οπότε καταφέρνει να την δημιουργήσει. Ίσως σε τελευταία ανάλυση οι ήρωες ενός βιβλίου να μην είναι πραγματικά ελεύθεροι να μετοικήσουν στην οθόνη, παρά μόνο αν ο συγγραφέας είναι ασήμαντος ή άγνωστος. Γιατί μόνο τότε δεν τους κρατά δέσμιους η φαντασία των θεατών.
Η Λολίτα του Βλάντιμιρ Ναμπόκωφ/ Vladimir Nabokov είχε να αντιμετωπίσει και μια πρόσθετη δυσκολία: την παρεξηγημένη της φήμη. Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο, ξέρουν πως όχι μόνο δεν είναι πορνογράφημα, αλλά αποτελεί μια από τις συνταρακτικότερες ιστορίες πάθους που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Ο έρωτας ενός σαραντάχρονου συγγραφέα για μια δωδεκάχρονη κοπέλα μπορεί να προκαλεί εύλογες αντιδράσεις. Στην μαρτυρική ωστόσο αγάπη του Χάμπερτ Χάμπερτ για τη Λολίτα υπάρχει, όπως παρατήρησε ένας Αμερικανός κριτικός της λογοτεχνίας, μια παραλλαγή του ερωτικού πάθους που κυριάρχησε από το Μεσαίωνα ως το Ρομαντισμό με αντικείμενο τη μορφή της «σκληρόκαρδης κυράς». Κι αν αυτή η μορφή δεν βρήκε άλλη αναλογία στην εποχή μας από το «νυμφίδιον», αυτό δεν κατατάσσει αυτομάτως τον Ναμπόκωφ στην κατηγορία των επαγγελματιών της ερεθιστικής φιλολογίας. Θα ήταν πολύ συνεπέστερο να πούμε ότι αποτελεί μια έμμεση κριτική των ερωτικών ηθών του καιρού μας, όπου ακριβώς το πάθος έχει όλο και λιγότερη θέση –αυτήν που του αφήνουν από τη μια η αντίληψη της ερωτικής «υγιεινής» και από την άλλη το απατηλό παιχνίδι του ερωτισμού. Στο βιβλίο άλλωστε η κριτική επεκτείνεται –με μοναδική καυστικότητα- και σ’ έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, με αφορμή την «περιήγηση» του Χάμπερτ και της Λολίτας.
Τι μένει όμως απ’ όλα αυτά στην ταινία; Αν λάβουμε υπ’ όψη τη δυσκολία της απόπειρας, το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Το γεγονός ότι το σενάριο είναι του ίδιου του Ναμπόκωφ εξασφαλίζει την πιστότητα στη δομή του πρωτότυπου. Η σκηνοθεσία του Κιούμπρικ/ Stanley Kubrick είναι εξιχνιαστική όπου χρειάζεται, εύστοχη, ακριβής, χωρίς χάσματα και χωρίς φτήνειες. Μπορεί βέβαια να έχει κανείς αντίρρηση για την εκλογή μιας πρωταγωνίστριας που μοιάζει αρκετά μεγαλύτερη από την ηρωίδα του βιβλίου, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η νεοφερμένη Σιού Λάιαν/ Sue Lyon κατορθώνει να υποδυθεί πολύ ικανοποιητικά έναν πολύπλοκο ρόλο που θα συνέτριβε ίσως μια νεοτέρη της. Ο Τζαίημς Μέισον/ James Mason έχει την εκφραστική κυριαρχία και τις πολυσήμαντες αποχρώσεις που απαιτούσε η ερμηνεία του απεγνωσμένου πάθους. Αυτό που δεν διακρίνει ούτε το δικό του παίξιμο, ούτε κι’ ολόκληρη την ταινία, είναι ο λυρισμός του συναισθήματος που τον κατέχει. Τελικά ο Κιούμπικ χρησιμοποίησε νομίζουμε σωστά την «ασυνήθιστη» ψυχολογία του ήρωα του για να δείξει, σε αντίθεση, την κενότητα της συμβατικής συμπεριφοράς. Απ’ αυτή την άποψη λ.χ. η συλλυπητήρια επίσκεψη στο μπάνιο είναι υπόδειγμα πικρού χιούμορ. Δεν κατάφερε όμως να φτάσει στο επίπεδο του βιβλίου γιατί ενώ μετέφερε, με αξιέπαινη ψυχολογική φροντίδα, τις καταστάσεις, δεν φαίνεται να αναζήτησε την κινηματογραφική αντιστοιχία της γλώσσας του Ναμπόκωφ –μιας γλώσσας ουσιαστικά ποιητικής που αποδείχθηκε πως ήταν η σάρκα και το αίμα του ήρωα του.
Καλοί ηθοποιοί σαν την Σέλλεϋ Ουΐντερς/ Shelley Winters και τον Πήτερ Σέλλαρς/ Peter Sellers αστοχούν στους δεύτερους ρόλους. Η πρώτη κάνει ένα δεξιοτεχνικό αλλά εξεζητημένο νούμερο της «μέσης αμερικανίδας» και ο δεύτερος σπαταλάει το ταλέντο του χωρίς να μας κάνει να ξεχνάμε πως ήταν εντελώς ακατάλληλος να υποδυθεί ένα έκφυλο συγγραφέα.

[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Το Βήμα. 20-11-1962.
Στη μορφή που δημοσιεύεται έχουν ληφθεί υπ’ όψη οι διορθώσεις του συγγραφέα.
Το κείμενο ανέσυρε από τη λήθη ο κριτικός κινηματογράφου Αχιλλέας Ντελλής.]