(Το κορίτσι που εξαφανίστηκε)
του David Fincher
gone-girl.jpg


Οι πολλαπλές, διαφορετικές και αντικρουόμενες εκδοχές μιας πραγματικότητας; Η κυριαρχία του αφηγητή (ή της αφηγήτριας) που επιβάλλει την οπτική του πάνω στον ανυποψίαστο θεατή; Ο αθώος-«ένοχος» και ο ένοχος-«αθώος»; ένα παιχνίδι για την ενοχή, την αθωότητα και το βλέμμα του (χειραγωγημένου) θεατή;  Μια ταινία σχόλιο για τις τελετουργίες και τις εξαπατήσεις της αφήγηση, όπου επιτέλους διακονείται η γυναικεία οπτική;
Ό,τι και να είναι από τα παραπάνω, η ταινία Gone Girl (Το κορίτσι που εξαφανίστηκε) του David Fincher είναι κυρίως ένα συναρπαστικό θρίλερ, πιστό στη χιτσκοκική παράδοση.
Ο Nick Dunne (Ben Affleck) γιορτάζει μ’ ένα παράδοξο τρόπο την πέμπτη επέτειο του γάμου του: δηλώνει την εξαφάνιση της συζύγου του, Amy (Rosamund Pike). Βρίσκεται υπό πίεση, όχι μόνο λόγω της αστυνομικής ερευνάς, αλλά και λόγω της προσοχής των μέσων ενημέρωσης: Οι υποψίες στρέφονται προς αυτόν και ο Νικ Ντουν αρχίζει να καταρρέει.
Το βασισμένο στο μυθιστόρημα της Gillian Flynn, θρίλερ είναι κάτι παραπάνω από ένα πορτρέτο- διερεύνηση του θεσμού του γάμου, στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Στο κέντρο της αφήγησης υπάρχει ένα ήρωας με χιτσκοκικές αναφορές: ο Μπεν Άφλεκ/ Ben Affleck, όπως ο Cary Grant στην ταινία Suspicion ή ο Laurence Olivier στην Rebecca, υποδύεται ένα γοητευτικό άνδρα που ίσως κρύβει μια σκοτεινή πλευρά. Και αυτό το διφορούμενο είναι οργανικό στοιχειό της κινηματογραφικής αφήγησης.
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ/David Fincher ( Se7en, Fight Club, The Social Network) είναι ένας σκηνοθέτης που χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη επιμέλεια στις απεικονίσεις των σχέσεων, αλλά και από ένα σκοτεινό τόνο στη σκηνοθετική οπτική του. Στο πυρήνα της ταινίας, από την οποία δεν απουσιάζουν οι σατυρικοί κωμικοί τόνοι, υπάρχει η γνώριμη, από τις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, κυνική του στάση απέναντι στις σχέσεις, η επίγνωση της λεπτής διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, την ευτυχία και τη δυστυχία, η ιδέα του ναρκισσισμού, η χειραγώγηση.
Ο David Fincher, σκηνοθέτης της ταινίας, δηλώνει: «Οι άνθρωποι γελάνε και διασκεδάζουν στο σινεμά όταν βλέπουν κάτι αληθινό. Αυτό είναι που τους απελευθερώνει από το καβούκι τους, όταν κλείνονται μέσα σε μια θεοσκότεινη αίθουσα. Αν επιλέξεις τους κατάλληλους ανθρώπους για να κουβαλήσουν το μήνυμα – και τους ενθαρρύνεις να ανακαλύψουν την ανθρώπινη διάσταση σε όλο αυτό – τότε μόνο μπορείς να “φυτέψεις” τη ζωή σε ένα πρότζεκτ».
Και συνεχίζει: «Η επιλογή του καστ μιας ταινίας είναι παρόμοια διαδικασία με το να διαλέγεις παίκτες για μια ομάδα μπάσκετ. Στη δική μας περίπτωση, ας πούμε πως ο Μπεν Άφλεκ είναι ο πλέι μέικερ (πόιντ γκαρντ). Οφείλει να τροφοδοτεί την πλοκή. Στο βιβλίο η ροή είναι περισσότερο του στιλ “είπε εκείνη” και “είπε αυτός”, ενώ στην ταινία η εξέλιξη δίνεται από γεγονότα που έχουν βιώσει οι ήρωες. Είναι κάπως πιο υποκειμενικό. Δεν έχεις τις λέξεις μπροστά σου να σου δηλώσουν τα πάντα, οπότε πρέπει ο ηθοποιός να είναι φοβερά επιδέξιος. Είναι σαν ένα τρισδιάστατο σκάκι».

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)