(Χωρίς μέτρο)
του Damien Chazelle
Αν και πλημμυρισμένη από τη μουσική τζαζ, αυτή η δραματική στην υφή της ταινία αφορά κυρίως τις δυναμικές μιας ανορθόδοξης εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, τον οποίο υποδύεται ο Miles Teller, είναι ένας νεαρός ντραμίστας που όντας ταλαντούχος σπουδαστής σ’ ένα ωδείο, διεκδικεί την απόλυτη επιβεβαίωση του καθηγητή του. Μέλος της ορχήστρας σπουδαστών που διευθύνει ο καθηγητής (το ρόλο υποδύεται ο J.K. Simmons), ο νεαρός έρχεται αντιμέτωπος με την απόρριψη, αλλά και την υπέρβαση που καλείται να κάνει…
Η δραματική πλοκή της ταινίας, στο μεγαλύτερο της μέρος, είναι καθηλωμένη στους εσωτερικούς χώρους του ωδείου -οι αίθουσες δοκίμων, οι διάδρομοι. Μισοφωτισμένοι χώροι, πάντα με το τεχνητό φως των λαμπτήρων, χωρίς το φως του ήλιου, μοιάζουν ως οι τόποι μιας φυλακής. Εγκλωβισμένος από τις ίδιες του φιλοδοξίες, ο νεαρός ήρωας της ταινίας έχει αποδεχτεί τη λογική του χώρου και του συστήματος διδασκαλίας: την πλήρη και ανεπιφύλακτη υποταγή του στις εξουσίες του καθηγητή. Η ίδια η μουσική που παίζει είναι τόσο χαρακτηριστική του συστήματος εξουσίας, απέναντι στο οποίο βρίσκεται ο ήρωας. Αν και η ελευθέρια στη φόρμα αλλά και ο αυτοσχεδιασμός συνιστούν κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά της, η μουσική τζαζ, που ο ήρωας παίζει μέσα στο ωδείο, είναι πάντα στα πλαίσια μια μεγάλης ορχήστρας και πάντα πιστές εκτελέσεις κομματιών στάνταρ.
Υπάρχει μια ιεραρχία, μια αυστηρή πειθαρχία, η απόλυτη εξουσία του (διευθυντή της ορχήστρας) και η επιβολή της, το διαρκές ανικανοποίητο του καθηγητή: αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο ο ήρωας καλείται να αναπτύξει τη δημιουργικότητα του. Το τίμημα που οικειοθελώς ς καταβάλλει στο ταμείο τρομερό: ταπεινώσεις, εξευτελισμοί, η ψυχική βία που υφίσταται. Όμως κυρίως είναι η μοναξιά, οι ατέλειωτες ώρες της εξάσκησης και της πρακτικής, η άρνηση της κανονικότητας, η εσωτερικοποίηση του ψυχικού και σωματικού πόνου, ο οξύς και σφοδρός ανταγωνισμός που καλείται να αντιμετωπίσει. Ο ήρωας, ως ένα άλλος Φάουστ, καλείται να πουλήσει τη ψυχή του. Γίνεται ένα πρόσωπο εμμονικό, μοναχικό, αντι-κοινωνικό σχεδόν μισάνθρωπο και ό,τι ζητά ως αντάλλαγμα δεν είναι παρά το ελάχιστο: η επιβεβαίωση από το δάσκαλο. Είναι η εκπαιδευτική διαδικασία, η μαθητεία τους νεαρού ήρωα, ένας παγωμένος (αφηγηματικά) χρόνος, μια φυλακή, μια κόλαση. Καμία εξέλιξη (τουλάχιστον ορατή ή ακουστή), μόνο η καθήλωση.
Ο σκηνοθέτης σχεδιάζει το πορτραίτο μιας νεότητας ακραίας, όπου η προσωπική φιλοδοξία, το «κυνήγι του ονείρου» και η υπέρβαση των ορίων καταλήγει να πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτές, σχεδόν τραγικές. Η αναζήτηση μιας ισορροπίας –καλλιτεχνικής ή και προσωπικής- μοιάζει σχεδόν ανέφικτη και η μουσική από τόπος απόλαυσης γίνεται ο τόπος των βασάνων και των πόνων. Έγκλειστος στη φυλακή της εκπαίδευσης, όπου κάθε δημιουργικότητα καταστέλλεται, ο ήρωας μόνο μια διέξοδο έχει την απελευθέρωση του από τη δυναστεία του καθηγητή. Όταν το καταφέρει αυτό θα ανακαλύψει ένα νέο υπέροχο κόσμο: τον κόσμο της μουσικής τζαζ και του αυτοσχεδιασμού.
Όμως, μήπως τότε αυτή η έκρηξη του είναι το πανηγυρικό τέλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας και εντέλει η δικαίωση του δασκάλου του;
Δημήτρης Μπάμπας