(Έμφυτο ελάττωμα)
του Paul Thomas Anderson
inherent-vice.jpg

Πανόραμα μιας εποχής (τέλη της δεκαετίας του 60) και ενός τόπου (της τόσο εμβληματικής Καλιφόρνιας); Περιπλάνηση σε μια επιδραστική (αντι-) κουλτούρα;
Ό,τι και να ‘ναι, η ταινία του Paul Thomas Anderson είναι παράλληλα μια γοητευτική στις εικόνες της διασκευή του λογοτεχνικού έργου Thomas Pynchon, αλλά και ένα ψυχεδελικό παιχνίδι με τα κλισέ ενός κινηματογραφικού είδους, της ταινίας με ιδιωτικό αστυνομικό.
Ο Larry "Doc" Sportello (το ρόλο υποδύεται ο σταθερός ηθοποιός του σκηνοθέτη Joaquin Phoenix) είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ στην Καλιφόρνια. Μια μέρα δέχεται την επίσκεψη της Shasta, της πρώην φίλης του, που του ζητά να την βοηθήσει. Ο παντρεμένος εραστής της Shasta, ένας μεγαλοεργολάβος, απειλείται από την σύζυγό του και τον εραστή της, που συνωμοτούν να τον κλείσουν σε ψυχιατρείο. Όταν η πρώην ερωμένη του, η Shasta εξαφανίζεται, ο "Doc" βρίσκεται αντιμέτωπος με μια συνομωσία, τις διαστάσεις της οποίας δεν μπορεί να συλλάβει…
Συνεχίζοντας μια παράδοση ιδιαίτερη στο είδος της ταινίας με ιδιωτικό αστυνομικό, ο σκηνοθέτης αρνείται τις σκοτεινές σκιές του φιλμ νουάρ και προτιμά τις πολύχρωμες και λαμπερές ακτίνες του καλιφορνέζικου ήλιου. Και γι’ αυτό, η ταινία του συνομιλεί με ταινίες όπως οι Long Goodbye (1973) του Robert Altman ή το Chinatown (1974) του Roman Polanski, αλλά και ιδιαίτερες εκδοχές όπως το Point Blank (1967) του John Boorman.
Σκηνοθέτης ταινιών που επικεντρώνονται σε πρόσωπα και τις ιδιαίτερες οπτικές τους, οι ταινίες του Paul Thomas Anderson διακρίνονται συχνά για την ισχυρή υποκειμενική και μη-ρεαλιστική τους διάσταση. Έτσι λοιπόν και σ’ αυτήν την ταινία, η αφήγηση επικεντρώνεται στο κεντρικό πρόσωπο, αυτόν τον ναρκομανή, «χαλαρό» και «χύμα» ιδιωτικό αστυνομικό. Μοιάζει όλη η ταινία να συνιστά ένα όνειρό του, ή μάλλον έναν εφιάλτή του, μια παραίσθηση του, μια «πραγματικότητα» πειραγμένη από την ναρκο-κουλτούρα της εποχής και τις παραισθητικές της συνέπειες. Και αυτή η πειραγμένη «πραγματικότητα» να βγαίνει μέσα από τον ίδιο τον κεντρικό ήρωα.
Όπως σε κάθε ταινία με ιδιωτικό ντετέκτιβ, έτσι και εδώ, η αφήγηση αποτελείται από επεισόδια που καταγράφουν τις συναντήσεις του ντετέκτιβ με άτομα ιδιαίτερα. Το «αστυνομικό μυστήριο» είναι μόνο η αφορμή και η προσπάθεια για επίλυση του είναι εντέλει προσχηματική. Ό,τι έχει σημασία είναι μόνο το βλέμμα του ήρωα σ’ αυτό το πολύχρωμο κοινωνικό τοπίο, που μοιάζει να ξεπήδησε από τις σελίδες του Raymond Chandler, αλλά ωστόσο δεν διαθέτει καμία από τις γκρι αποχρώσεις του .
Βαθύτατα υποκειμενική, λοιπόν, στην οπτική της, η αφήγηση είναι μια πανοραμική απεικόνιση ενός τόπου, της Καλιφόρνια ττο τέλος της δεκαετίας του 60, και στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρά του: οι χίπις, η ψυχεδελική μουσική, η αντι-κουλτούρα, οι νέο-ναζί μηχανόβιοι, το μεγάλο κεφάλαιο και η οικιστική εκμετάλλευση, οι cult εμμονές της εποχής. Τα (ψυχεδελικά) χρώματα της ταινίας, τα πρόσωπα, οι τόποι, αλλά και οι καταστάσεις, η εκκεντρικότητα, όλα σχηματίζουν μια τεράστια ψυχεδελική τοιχογραφία, και ο θεατής, σιγά -σιγά, καθώς η αφήγηση προχωρά, εμβαπτίζεται μέσα σ’ αυτήν.
Ό,τι τελικά παρακολουθούμε εντέλει είναι όχι μια νουάρ ιστορία, αλλά τις πολαπλές περιπέτειες ενός βλέμματος παραισθητικού, που ανακλά τις ψυχεδέλειες, τις εκκεντρικότητες και τις πολυχρωμίες…


Δημήτρης Μπάμπας