Ο σκηνοθέτης της ταινίας Dennis Hopper γράφει: «Θα πρέπει να σκέφτεστε λίγο τον Γκοντάρ όταν βλέπετε την ταινία. Την έφτιαξα επειδή διάβασα αυτό που είχε πει ότι οι ταινίες θα πρέπει να έχουν αρχή, μέση και τέλος αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω το φιλμ όπως ένας ζωγράφος του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού χρησιμοποιούσε τα χρώματα για να ζωγραφίσει. Σας θυμίζω συνεχώς ότι φτιάχνουμε μια ταινία, ενώ εσείς βρίσκεστε στο κοινό και αφήνεστε να πιστέψετε την ιστορία της».
ΟTrevor Johnston στο περιοδικό Sight and Sound γράφει σχετικά : «Ο Χόπερ, σημαντικός συλλέκτης μοντέρνας τέχνης, γνώριζε πολύ καλά την καλλιτεχνική αξία της ταινίας που έφτιαχνε, παρέμεινε θαρραλέα πιστός στο όραμα του και κατηγορήθηκε ανελέητα για αυτό. Η καθυστερημένη επανεκτίμηση της Τελευταίας Ταινίας ξεκινάει εδώ, αλλά είναι κρίμα που ο Χόπερ δεν είναι πια μαζί μας για να δρέψει τις δάφνες του».
Ο Peter Bradshaw γράφει στον The Guardian για την ταινία: «(...) Η συναρπαστική, ατελής, πειραματική Τελευταία Ταινία του 1971, γύρω από το τελετουργικό βουντού του μέσου του κινηματογράφου, τώρα σε επανέκδοση, με εμφανίσεις του Σαμ Φούλερ και του Κρις Κριστόφερσον. Είναι μια ταινία πρόκληση, που στον καιρό της ήταν πρωτοπόρα στην επιτηδευμένη διεύθυνση φωτογραφίας και στη χρήση του φωτός και των φακών (Λάζλο Κόβακς): για παράδειγμα, οι ακτίνες του φωτός που πέρασαν στην εικόνα όταν η κάμερα ήταν γυρισμένη προς τον ήλιο παλαιότερα θεωρούνταν λάθος, ενώ τώρα είναι ένα σκόπιμο στολίδι της εικόνας. Ο Χόπερ είχε εφεύρει επίσης το αμερικάνικο αντίστοιχο του jump cut του Γκοντάρ. Υπάρχουν και άλλες παραξενιές, όπως η εισαγωγή καρτών όπως Scene Missing στο τελικό μοντάζ.
Η Τελευταία Ταινία κρατιέται μια χαρά: αυτό που της λείπει είναι ένα τέλος. Το προφανές τέλος, αυτό που περιμένεις, δεν πραγματοποιείται. Η ταινία κάνει fade out αλλά πριν τελειώσει, μας έχει προσφέρει μια ευφυή, αναζωογονητική περιπέτεια ιδεών».
Ο Eric Kohn γράφει για την ταινία στο Indiewire: «Εκ των υστέρων, είναι ένα μικρό θαύμα πώς ο Χόπερ κατόρθωσε να ολοκληρώσει την ταινία, και δεκαετίες αργότερα αξίζει να ειδωθεί ως ένα επαναστατικό αριστούργημα από έναν οραματιστή καλλιτέχνη σε αντιπαράθεση με το σύστημα που κατανάλωνε τη διασημότητα του. Ο Ξένοιαστος Καβαλάρης ανέδειξε μια νεανική κουλτούρα που ήθελε να ξεφύγει από τα όρια μιας κοινωνίας που απέφευγε το ρίσκο, ακόμα κι αν ήρθε αντιμέτωπη με τον αφανισμό της στα χέρια οπισθοδρομικών συντηρητικών. Η Τελευταία Ταινία προχωράει ακόμα πιο πέρα αυτή τη θεματική. Οι ίδιες δυνάμεις που έδωσαν την ώθηση για την πραγματοποίηση αυτής της παραγωγής, την καταδίκασαν στη λήθη. Πρόκειται για ένα καθηλωτικό πορτρέτο δημιουργικής πάλης μέσα σε ασφυκτικά όρια και σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, η ταινία μας μιλάει δυνατότερη και πιο επίκαιρη από ποτέ».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)