(Μετά τον Γιανγκ)
του Kogonada
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Με απασχολεί το φορτίο και η ομορφιά της καθημερινότητας αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να είσαι κολλημένος ή συγκεντρωμένος.
(...) Το αλλόκοτο στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας ήταν μία πρόκληση για εμένα, γιατί αποκαλύπτει απίστευτες αλήθειες που ξεπερνάνε το παρόν. Προτιμώ αλήθειες που εδρεύουν στην κανονικότητα. Κι αυτό μου άρεσε στο διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν (σ.τ.ε με τον τίτλο “Saying Goodbye to Yang” ). Αγάπησα την καθημερινή φύση αυτής της ιστορίας. Είναι γειωμένη. Πώς θα ήταν αν τα ανδροειδή ήταν εξίσου κοινά με τα τηλέφωνα μας ή με τους ίδιους τους ανθρώπους; Αν η αλήθεια αυτού του φουτουριστικού κόσμου είναι εξίσου κανονική με τις μνήμες που όλοι κουβαλάμε στις συσκευές μας ή στο μυαλό μας; Τι θα συνέβαινε αν ο Γιανγκ αποκάλυπτε αυτό που τελικά ίσχυε από πάντα: ότι είμαστε όλοι συνεχείς καταγραφές της αγάπης, της απώλειας, της ζωής και του ίδιου του χρόνου; Είμαστε όλοι Γιανγκ. Αυτό που ξεκινάει σαν το ενοχλητικό καθήκον του να επιδιορθωθεί μία συσκευή εξελίσσεται σταδιακά σε κάτι υπαρξιακό.
(...) Στην αρχή, πήρα την εθνικότητα του Γιανγκ τοις μετρητοίς. Αλλά όσο πιο πολύ εξερευνούσα την ιδέα του, κατάλαβα ότι η ασιατικότητα του ήταν κατασκευασμένη από μία εταιρεία. Ήταν ένα κατασκεύασμα ασιατικότητας. Με έναν παράξενο τρόπο, μπόρεσα να ταυτιστώ με αυτό.
(...) [Η ιστορία] Λαμβάνει χώρα ως επί το πλείστον σε μία μέρα. Είναι ένα υπέροχο μικρό οικοδόμημα, πολύ καλογραμμένο. Ήξερα ότι θα έδινε μεγάλο περιθώριο να εξερευνήσω τα θέματα που με καταπίεζαν. Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος ή όχι και να υπάρξεις στιγμιαία σε αυτό τον κόσμο;
(...) Δεν έχουμε οθόνες και μόνιτορ παντού. Ήθελα η τεχνολογία να είναι αόρατη. Χωρίς καλώδια, χωρίς διακόπτες. Ήθελα το μέλλον να είναι οργανικό, πιο πολύ ξύλο παρά μέταλλο, ένα μέλλον ταπεινωμένο από την κλιματική καταστροφή που έχει ήδη συμβεί.
(...) Δεν είμαστε στο Ντιτρόιτ ούτε στο Σικάγο γιατί όλες οι πόλεις ή έχουν εγκαταλειφθεί είτε έχουν αλλάξει εντελώς μετά την καταστροφή.
(...) Με ενδιέφερε η διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη μνήμη και τις ψηφιακές καταγραφές. Στην ταινία, έχουμε δύο κύριους τρόπους που αναβιώνουμε το παρελθόν: μέσα από τις αντικειμενικές καταγραφές του Γιανγκ και μέσα από τις υποκειμενικές αναμνήσεις του Τζέικ και της Κίρα. Θυμάμαι μία συγκεκριμένη στιγμή που αποφάσισα να σταματήσω να καταγράφω τις σχολικές παραστάσεις των γιων μου και τις άφησα να μπουν στη ροή της μνήμης μου. Ο φόβος ήταν ότι θα ξέχναγα και δεν θα είχα ξανά την εμπειρία αυτής της στιγμής όπως εμφανιζόταν στον φακό του κινητού μου. Αλλά για μένα, υπάρχει κάτι αξιαγάπητο στον τρόπο που η μνήμη αλλάζει ένα γεγονός καθώς περνάει ο καιρός.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)