της Alla Kovgan
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_cunningham.jpg

Στον μοντέρνο χορό οι περισσότεροι κανόνες έχουν καταργηθεί, η αρμονία και το νόημα δεν είναι απαιτούμενα, η αφήγηση έχει χίλιους τρόπους να «σπάει» κι οι χορογραφίες συχνά συμπληρώνονται μ’ άλλες τέχνες στη σκηνή–πιο πρόσφατα προστέθηκαν και τα πολυμέσα. Κάποια ονόματα καθοριστικά για όλα αυτά, όπως η Πίνα Μπάους κι ο Μορίς Μπεζάρ, είναι ευρέως γνωστά, πολύ λιγότεροι, όμως, ξέρουν τον Μερς Κάνινγκχαμ, την πιο επιδραστική δηλαδή μορφή στον μοντέρνο χορό απ’ τη δεκαετία του 1940 και μέχρι και τώρα. Πρώην χορευτής της Μάρθα Γκράχαμ, ο Κάνινγκχαμ σύντομα εγκατέλειψε το σχήμα της, για να φτιάξει με την ομάδα του χορογραφίες ελεύθερες από κάθε σύμβαση, οπτικές εμπειρίες ανοιχτές σε κάθε κίνηση, στις οποίες η κίνηση μπορούσε να διαχωριστεί ακόμα κι απ’ τη μουσική κι η τυχαιότητα να γίνει όχημα για τη φαντασία ν’ ανθίσει. Ο χορός ήταν γι αυτόν σαν «μια διαρκή μεταμόρφωση της ίδιας της ζωής» κι ίσως γι αυτό κατόρθωσε και να τον μεταμορφώσει. Στην ομάδα του εντάχθηκαν έτσι και μερικοί απ’ τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της νεοϋορκέζικης αβανγκάρντ όπως ο ζωγράφος Μπομπ Ράουσενμπεργκ και ο συνθέτης Τζον Κέιτζ, συνοδοιπόρος και σύντροφός του ως το τέλος. «Εμείς», έλεγε ο Κάνινγκχαμ, «παρουσιάζουμε, δεν ερμηνεύουμε. Ερμηνεία αν θέλει κάνει αυτός που βλέπει». Στα 70 χρόνια της καριέρας του υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια και ζωώδη ενεργητικότητα τις θέσεις του αυτές, ποντάροντας πάντα με την ίδια μειλίχια αποφασιστικότητα κι ενθουσιασμό, στη διαρκή αλλαγή και στο μπροστά, είτε έφερνε θαυμασμό, είτε απορία, είτε ακόμα και τις ντομάτες και τ’ αυγά που, που στην πρώτη τους ευρωπαϊκή τουρνέ, τους είχε πετάξει το κοινό στο Παρίσι.
Το 3D ντοκιμαντέρ της Alla Kovgan, Cunningham, μας «βάζει στο μυαλό» του Μερς Κάνινγκχαμ, διατρέχοντας τρεις δεκαετίες -από το 1942 έως το 1972-, της ζωής και του έργου αυτού του ακαταπόνητου δουλευτή-πρωτοπόρου, εγκεφαλικού και διόλου εύκολα προσεγγίσιμου, απίστευτα χαρισματικού, ελιτιστή αβανγκαρντίστα. Η τρισδιάστατη τεχνολογία επιτελεί εδώ έναν ρόλο ουσίας, που δεν είναι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και η προσοχή του κοινού, αλλά βασικά το άνοιγμα μιας διόδου συναισθηματικής επαφής και κατανόησης ενός ανθρώπου εντελώς κλειστού στις εξηγήσεις. Το «εντός» που το 3D προσφέρει ως αίσθηση, ειδικά στον τρόπο απόδοσης των χορογραφιών του, είναι ένας τρόπος να ξεπεραστεί το «έξω» της στάσης του -που δυσκόλευε ακόμα και τους χορευτές του- και αφ’ ετέρου μέσα απ’ την αίσθηση «χασίματος του ορίου» να νοιώσουμε πιο βιωματικά κι εμείς τι σήμαινε γι αυτόν η έκσταση – αυτή η μικρή στιγμή απόλυτης χορευτικής ζωντάνιας.
Η φωνή παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο Cunningham, ακούμε χορευτές και συνεργάτες του να μιλάνε χωρίς να τους βλέπουμε, σαν ένα είδος σχολίου σ’ αυτά που παρακολουθούμε, αλλά και σύνδεσης του τότε με το τώρα, σαν σταθερή ανάμνηση σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο χωροχρόνο. Πιστή στο πνεύμα του Κάνινγκχαμ για τον οποίο «ο χορός είναι αυτό που είναι» και δεν έχουν νόημα οι θεωρίες, η Kovgan αφιερώνει τα δύο τρίτα του ντοκιμαντέρ της, σε 14 απ’ τις πιο εμβληματικές του χορογραφίες σε μια εκ νέου εκτέλεση από την τελευταία γενιά των χορευτών του σε εξωτερικούς κυρίως χώρους και περιβάλλοντα ειδικά διαλεγμένα από την ίδια ώστε το αποτέλεσμα να αποκτά κάθε φορά και συγκεκριμένη κινηματογραφική σημασία. Οι θέσεις της κάμερας, το μοντάζ και γενικά όλη η κινηματογράφηση υιοθετούν το σκεπτικό του σκηνοθέτη-Κάνινγκχαμ, που ήθελε την συνύπαρξη των τεχνών να δημιουργεί μια καινούργια εμπειρία με αξία αυθύπαρκτη – ένα έργο τέχνης δηλαδή στο οποίο η εικόνα κι ο χορός θα είναι ισότιμα στοιχεία, με την Kovgan εδώ να αναζητά, επίσης, μια ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και στο να δώσει καινούργιο νόημα σ’ αυτά που δείχνει.
Η άδεια πρόσβασης που η σκηνοθέτρια πήρε για το προσωπικό του αρχείο, μας δίνει την ευκαιρία να δούμε, εκτός από τα συνηθισμένα αποσπάσματα συνεντεύξεων και κάποιες πιο γνωστές σκηνές, προσωπικές φωτογραφίες, ενθύμια και γράμματα, δικές του λήψεις παραστάσεων σε 16 και 35 χιλιοστά, σκηνές από πρόβες, εκδρομές και μικρά κλιπ από παλιές δικές του παραστάσεις. Μιας και ο Κάνινγκχαμ ήταν πραγματικά εξαιρετικός χορευτής και εξέφραζε πολλά απ’ τα πιστεύω του μέσα απ’ το χορό θα ήταν πολύ βοηθητικό για το θεατή αν η ταινία αφιέρωνε σ’ αυτό το υλικό λίγο παραπάνω χρόνο.
Η ταινία, βοηθώντας μας λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθιζε ο Κάνινγκχαμ, γίνεται έτσι μια αντανάκλαση, όχι αιτιοτήτων, αλλά προτιμήσεων και σκεπτικών, βάζοντάς μας κατά κυριολεξία μέσα σε πολλούς απ’ τους καμβάδες που οι χορευτές του χρωμάτιζαν, έτσι όπως τους βλέπουμε να προσπαθούν να υπάρξουν μέσα σε μαύρα μαξιλάρια, να γλιστρούν στο δάσος, να στέκονται ακίνητοι σε στέγες σπιτιών ή, ακόμη όπως στο υπέροχο Summerspace, να στροβιλίζονται διαρκώς μέσα στον μαγευτικό, πουαντιγιστικό χώρο του Ράουσενμπεργκ, τον οποίο φοράνε και ως ρούχο. Αυτή η δυνατότητα του Κάνινγκχαμ, να περιβάλλει και να περιβάλλεται ταυτόχρονα, καθιστώντας το όριο ανύπαρκτο και δίνοντας νόημα στην άρνησή της ερμηνείας, κάνει τελικά πιο ταιριαστή απ’ όλα όσα ακούστηκαν γι αυτόν μια ρήση που ο Τζον Κέιτζ είπε για τον εαυτό του. «Δεν έχω τίποτα να πω και το λέω κι αυτή είναι η ποίηση όπως τη χρειάζομαι». Κι αυτό νομίζω τα είπε όλα.