(Φωτιά της αγάπης)
της Sara Dosa
(κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_fire-of-love.jpg

Ζευγάρι αχώριστο στη ζωή και στη δουλειά, πρωτοπόροι ενός τομέα που πριν απ’ αυτούς σχεδόν δεν υπήρχε, παθιασμένοι με τη λάβα της γης όσο και μεταξύ τους, παράτολμοι, αντισυμβατικοί, φιλοσοφημένοι αλλά κι απερίσκεπτοι μπροστά στον κίνδυνο, όπως παραδέχονταν πότε-πότε κι οι ίδιοι,  η Κατιά και ο Μορίς Κραφτ, υπήρξαν δύο Γάλλοι ηφαιστειολόγοι-σταρ. Η καριέρα τους στην παρατήρηση των ενεργών ηφαιστείων, ξεκίνησε τη δεκαετία του 60 και διέγραψε μια λαμπερή τροχιά 30 ετών, χάρη στη οποία τέτοια φαινόμενα μπορούν πλέον να κατανοούνται και να προβλέπονται σώζοντας χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, μέχρι να χάσουν τη δική τους, το 1991 στην Ιαπωνία, επειδή στάθηκαν αρκετά πιο κοντά απ’ ότι θα έπρεπε -όπως συνήθιζαν άλλωστε- σε μια απ’ τις αγαπημένες τους εκρήξεις.
Βασισμένη σε μέρος μιας πραγματικά πολύτιμης παρακαταθήκης (200 ώρες επιστημονικής καταγραφής και 50 ώρες τηλεοπτικών και μη εμφανίσεων) η ντοκιμαντερίστρια Σάρα Ντόουσα μας παρουσιάζει τη Φωτιά της αγάπης, ένα σχεδόν εξωπραγματικό οπτικά ντοκιμαντέρ με στιγμές μεγαλοπρέπειας και δέους που θα έκαναν και σπεσιαλίστες των ειδικών εφέ του Χόλυγουντ να χάσουν τον ύπνο τους απ’ τη ζήλεια. Με μόνη διαφορά πως ό,τι βλέπουμε εδώ είναι αληθινό και το τράβηξαν άνθρωποι που στέκονταν, περπατούσαν -καμιά φορά και χόρευαν- μια ανάσα απ’ τους κρατήρες των ηφαιστείων. Η σκηνοθέτρια συνυφαίνει τις εικόνες αυτές, με προσωπικές στιγμές του ζευγαριού, αποσπάσματα από συνεντεύξεις και προσωπικές εμφανίσεις τους και με τη βοήθεια του συνεκτικού σεναρίου της και της αισθαντικής εκτός κάδρου αφήγησης της Μιράντα Τζουλάι, δημιουργεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος που εξιστορεί την πορεία του ζευγαριού, μαζί μ’ εκείνη της επιστημονικής τους έρευνας, αναζητώντας στις μικρές λεπτομέρειες κάτι παραπάνω για τη σχέση τους, χωρίς όμως ποτέ ν’ αποσπά το βλέμμα του θεατή από εκεί που εστίαζαν κι αυτοί το δικό τους: στα ηφαίστεια, στις εκρήξεις και στη μεγαλοπρέπεια της γης – μια κι η δύναμή της να σκοτώνει, αλλά και να δημιουργεί  είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας.
Το κόκκινο και το πορτοκαλί της λάβας και το γκρι της στάχτης κυριαρχούν στην οθόνη αντιπαλεύοντας λες μεταξύ τους οι δυνάμεις της ζωής και του θανάτου. Είναι εξάλλου και η μόνη ταξινόμηση που οι ίδιοι δέχτηκαν ποτέ. Οι κόκκινες εκρήξεις είναι προβλέψιμες και ξέρει κανείς που θα κατευθυνθούν, ενώ οι γκρι είναι απρόβλεπτες και δολοφονικές – ποτέ δεν ξέρει κανείς πόσο μακρύ είναι το φυτίλι.  Το καφέ της γης, όπως και το γαλαζοπράσινο μιας θάλασσας γεμάτης οξύ είναι κι αυτά εκεί, με το άσπρο να υπάρχει κι αυτό για να θυμίσει ότι δίπλα στη ζωή βρίσκεται πάντα η παγωμάρα του θανάτου. Απέναντι στο μεγαλείο της γης, που μεταφέρουν λυρικά κι επικά αυτές οι εικόνες, οι άνθρωποι μοιάζουν μικροί κι ασήμαντοι,  η Κατιά και ο Μορίς Κραφτ συνηθίζουν να στέκονται με τις στολές τους ή χωρίς δίπλα σ’ εκρήξεις για να δίνουν αυτή την αίσθηση – μιας ανθρώπινης μοναξιάς που ίσως γι αυτό δεν την τρομάζει η προοπτική να γίνει ένα με το σύμπαν. Όλη αυτή τη θαυμαστή περιπέτεια, η σκηνοθέτρια την αποδίδει με δέος και χιούμορ, όπως έκαναν και οι Κατιά και Μορίς Κραφτ που  -όπως κι η Ντόουσα παρατηρεί- υπήρξαν με κάποιο τρόπο και σκηνοθέτες, με σαφή άποψη για το στήσιμο των κάδρων τους, και για την αίσθηση που ήθελαν να μεταφέρουν οι παρατηρήσεις τους στον θεατή, κάνοντάς τον μέσα απ’ τον τρόπο που οι ίδιοι διακινδύνευαν μέτοχο σε κάτι απ’ τον αέναο κύκλο της ζωής που ό,τι γεννιέται, πεθαίνει για να αναγεννηθεί σ’ άλλη μορφή κι όπου η γη έχει τη δύναμη να μην αφήνει τίποτα απέξω.
«Άμα δεις μια έκρηξη νοιώθεις την ανάγκη να το βιώσεις ξανά» λέει η Κατιά σε μια στιγμή κοιτώντας με παιδιάστικη προσμονή το φακό και «προτιμώ μια έντονη, σύντομη ζωή από μια πιο μακριά, αλλά μονότονη» σχολιάζει ο Μορίς συχνά σε άλλες. Κι αυτά τα δύο πολύ περισσότερο απ’ το θάνατο, καθόρισαν όλη τη ζωή τους…