(Δεσποινίς Τζούλια)
του Alf Sjöberg
missjuli.jpg

Η Δεσποινίς Τζούλια είναι η ιστορία μιας νεαρής γυναίκας, αριστοκρατικής καταγωγής, που μεγάλωσε μέσα στο ταξικό μίσος και την περιφρόνηση για τους άντρες, επηρεασμένη από την μητέρα της, η οποία απατούσε τον σύζυγό της και τον ταπείνωνε συστηματικά εξαιτίας της κατώτερης κοινωνικής του καταγωγής. Τη νύχτα της γιορτής του Αι-Γιάννη, η διψασμένη σεξουαλικά Τζούλια, που μόλις έχει παρατήσει τον προηγούμενο εραστή της, έχει «βάλει στο μάτι» τον άβουλο αμαξά Γιαν. Γι’ αυτό και απομακρύνεται από το πλήθος των ευγενών που συμμετέχουν στην γιορτή και κυκλοφορεί στον κόσμο του υπηρετικού προσωπικού, με σκοπό να κατακτήσει τον υπηρέτη της, ο οποίος είναι και αρραβωνιασμένος. Φυσικά τα καταφέρνει, προσπαθεί για ένα διάστημα να κρατήσει κρυφό τον παράνομο δεσμό τους και όταν αποφασίζει να φύγουν μαζί, τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη όσο και μοιραία τροπή...
Βασισμένη στο κλασικό αλλά και πρωτοποριακό δραματουργικά στην εποχή του (1888) έργο του Στρίντμπεργκ, η ταινία με κεντρικό σημείο αναφοράς την αισθησιακή νύχτα του Αι-Γιάννη, καταγράφει μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονου ερωτισμού, τον σεξουαλικό πόθο, σαν μια μέγγενη που συνθλίβει τους ήρωες και την αναζήτηση της ηδονής, ως ένα ταξίδι του χαμού. Αυτό όμως που καθιστά την ταινία σπουδαία, είναι ο εντελώς πρωτότυπος τρόπος που χειρίζεται τον αφηγηματικό χρόνο της ιστορίας. Οι αναδρομές στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον (που φαντάζεται η ηρωίδα), είναι εγκιβωτισμένες στο παρόν και συγκατοικούν μέσα στο ίδιο πλάνο. Αυτή η ιδιοφυής χρήση του πλάνου σεκάνς, δημιουργεί μια χρονική ρευστότητα και μια εσωτερική αφηγηματική ροή (της συνείδησης) που αναδεικνύει, σχεδόν ανάγλυφα, τις συναισθηματικές μεταβολές και τις ψυχικές συγκρούσεις.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που μαθήτευσε και συνεργάστηκε με τον Αλφ Σγιέμπεργκ, επηρεάστηκε καθοριστικά από την ταινία αυτή, κυρίως στις Άγριες φράουλες.
Η Δεσποινίς Τζούλια θεωρείται μια από τις καλύτερες μεταφορές κλασικού θεατρικού έργου στη μεγάλη οθόνη και κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Κανών το 1951, για την ρηξικέλευθη αισθητική της μορφή.

(δ.τ.)