"Ο Tati δεν είναι απαισιόδοξος. Ούτε μέμφεται τον πολιτισμό, ούτε οδύρεται για τις ανωμαλίες που προκαλεί η ανικανότητα προσαρμογής μας σ' αυτόν. Μόνο που νά, δεν εννοεί να υποταχθεί στο αγελαίο πνεύμα, στα άνωθεν παραγγέλματα. Και μελαγχολεί ατενίζοντας την άβυσσο της ανθρώπινης αβουλίας και την άκαμπτη δικτατορία του μπετόν- αρμέ".
Βασίλης Ραφαηλίδης, απόσπασμα από κριτική στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος Νο 4, 1970.
Συνεχιστής των μεγάλων κωμικών του βωβού κινηματογράφου του Charlie Chaplin και Buster Keaton, ο Γάλλος Jacques Tati στην τέταρτη και τελευταία του μεγάλου μήκους ταινία απαρνείται την εικόνα του κυρίου Hulot. Κουρασμένος από τον χαρακτήρα που υποδύθηκε στις κλασσικές ταινίες Μέρα Γιορτής, Οι διακοπές του κυρίου Hulot και Ο Θείος μου, επέλεξε για την ταινία Playtime μια λιγότερο δυναμική παρουσία ως ηθοποιού, αλλά περισσότερο ενεργητική ως σκηνοθέτη.
Η ταινία αποτελεί μια περιπλάνηση με όχημα την διακριτική ειρωνεία και το γεμάτο γαλατική ευγένεια χιούμορ, στους χώρους μίας σύγχρονης μεγαλούπολης. Με αφετηρία το αεροδρόμιο του Παρισιού, όπου ένα γκρουπ αμερικανών τουριστών καταφθάνει για την συνήθη τουριστική περιήγηση, ο σκηνοθέτης περιπλανιέται στην σύγχρονη μεγαλούπολη. Το βλέμμα του, ειρωνικό και αποστασιοποιημένο απέναντι στον παραλογισμό του μοντέρνου πολιτισμού, καταγράφει την μεταμόρφωση του χώρου: η παράδοση και η παλιά πόλη έχει μετασχηματισθεί σε μια συγκέντρωση όγκων τσιμέντου και γυαλιού, στην μοντέρνα πόλη. Οι μηχανές και η σχέση των ανθρώπων μαζί τους, η κίνηση της ανθρώπινης μορφής μέσα στον χώρο, η απουσία του διαλόγου (ο λόγος υπάρχει μόνο ως ήχος) και η δημιουργία ενός ηχητικού περιβάλλοντος που υπογραμμίζει και επιτείνει την δύναμη της εικόνας αποτελούν κεντρικά στοιχεία της σκηνοθετικής γραμμής.
Θεωρούμενη, όχι άδικα, ως το αριστούργημα του Tati η ταινία απαίτησε από τον δημιουργό της σχεδόν μια δεκαετία προετοιμασιών. Η δαπανηρή κατασκευή των σκηνικών (για τις ανάγκες της κατασκευάστηκαν δύο πολυκατοικίες) και η ψυχρή υποδοχή που επιφυλάχθηκε στην ταινία (προβλήθηκε το 1967) οδήγησαν τον δημιουργό της στην χρεοκοπία. Όμως η ταινία παραμένει, 35 χρόνια μετά, μια απόδειξη της σκηνοθετικής του ιδιοφυίας: στις εικόνες της ο Tati, με μέσο το κωμικό, συλλαμβάνει και εκφράζει το πνεύμα των καιρών, το κενό της σύγχρονης ζωής, το αδιέξοδο του μοντέρνου πολιτισμού.
Δημήτρης Μπάμπας