Στις αρχές του αιώνα ο νεαρός ιερέας Ναζαρέν ζει σε μια φτωχική πανσιόν, χωρίς να έχει δική του ενορία, εφαρμόζοντας όμως πιστά τις διδαχές του Ευαγγελίου, κυρίως σε ότι αφορά στην αγάπη προς τον πλησίον και στην αλληλεγγύη. Ο ίδιος προσφέρει καταφύγιο στην πόρνη Άνταρα, η οποία καταζητείται για απόπειρα φόνου και βοηθά τη χωριατοπούλα Μπεατρίς που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει όταν την εγκατέλειψε ο εραστής της. Κάποια στιγμή οι δύο γυναίκες φεύγουν μαζί, ενώ ο Ναζαρέν δέχεται αυστηρότατες επικρίσεις από τις εκκλησιαστικές αρχές για την στάση και τη συμπεριφορά του. Τότε αποφασίζει να γίνει αναχωρητής και να ζει σαν «φτωχούλης του Θεού», περιπλανώμενος και με ελεημοσύνες. Αργότερα, σ’ ένα χωριό ξανασυναντά την Μπεατρίς και την Άνταρα οι οποίες τον ακολουθούν, καθώς τον θεωρούν άγιο, ωστόσο ο κόσμος θεωρεί ανήθικο και αιρετικό ένας ιερέας να συνοδεύεται και να κυκλοφορεί με δύο γυναίκες. Η πίστη του Ναζαρέν στην ύπαρξη του Θεού αρχίζει να κλονίζεται...
Βραβευμένη στο Φεστιβάλ Καννών του 1959, η ταινία Ναζαρέν είναι ίσως η καλύτερη δημιουργία της μεξικάνικης περιόδου του Μπουνιουέλ και σίγουρα η πρώτη από τις μεγάλες «βλάσφημες και ιερόσυλες» ταινίες του, όπου ο σκηνοθέτης καταθέτει μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην υποκρισία της οργανωμένης θρησκευτικής εξουσίας (Εκκλησία).
Το σενάριο γραμμένο από τους Luis Bunuel, Julio Alejandro, Emilio Carballido, είναι βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Benito Perez Gald.
Ο Luis Buñuel δηλώνει: "Όταν κινηματογραφώ ένα μυθιστόρημα, αισθάνομαι πιο ελεύθερος αν δεν πρόκειται για αριστούργημα, γιατί, έτσι, κανείς δε μ' εμποδίζει να το αλλάξω και να βάλω ό,τι θέλω. Στα μεγάλα μυθιστορήματα δεσπόζει μια τελείως λογοτεχνική γλώσσα: πώς μπορείς να τη μεταφέρεις στην οθόνη;"
(δ.τ.)