του Georg Wilhelm Pabst
(σχετικά με την ταινία) 
die1.jpg

Η «Όπερα της πεντάρας» (Die Dreigroschenoper/ Die 3 Groschen-Oper), γράφτηκε από τον Μπρεχτ (Bertolt Brecht) το 1928, την παραμονή του μεγαλύτερου ως τότε παγκόσμιου οικονομικού κραχ. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο ο Γερμανός δραματουργός διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Σχετικά με το θεατρικό έργο ο Walter Benjamin σχολιάζει σχετικά: «Η Όπερα της Πεντάρας δείχνει καθαρά πόσο κοντά βρίσκεται η ανηθικότητα των κοινών ζητιάνων με την επίσημη ανηθικότητα». Ενώ η Lotte Lenya σημειώνει: «Η δύναμη του έργου είναι η λεπτότητα που κρύβει κάτω από το προφανές.»
Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία-βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ με φόντο το βικτοριανό Λονδίνο. 
Την μουσική έγραψε ο Βάιλ (Kurt Weill), ο οποίος σχετικά σε γράμμα του στην εφημερίδα «Anbruch» τον Ιανουάριο του 1929: «Σε κάθε μουσικό έργο προορισμένο για τη θεατρική σκηνή προβάλλει πάντα η ερώτηση: ποια είναι η θέση της μουσικής, ιδιαίτερα του τραγουδιού, στο έργο; Εδώ η ερώτηση επιλύθηκε με τον πιο εύκολο τρόπο. Το έργο είχε μια ρεαλιστική πλοκή, κι έτσι έπρεπε να αντιπαραθέσω σε αυτή τη μουσική, δεδομένου ότι δεν θεωρώ ότι η μουσική μπορεί να επιφέρει ρεαλιστικά αποτελέσματα από μόνη της. Εκ τούτου η δράση είτε διακόπηκε, προκειμένου να εισαχθεί η μουσική, είτε η δράση οδηγήθηκε σκόπιμα σε ένα σημείο όπου δεν υπήρξε καμία άλλη εναλλακτική λύση από το να υπάρξει τραγούδι». 
die2.jpgΤο 1930, ο Γκέοργκ Βίλχεμ Παμπστ (Georg Wilhelm Pabst) άρχισε τα γυρίσματα της «Όπερας της πεντάρας», σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική με διαφορετικούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά με τους ίδιους ηθοποιούς στους δεύτερους ρόλους και τα ίδια σκηνικά  Η ταινία έχει αρκετές διαφορές από το θεατρικό έργο. Στόχος των Μπρεχτ και ο Βάιλ ήταν ένα έργο «από ζητιάνους, για ζητιάνους» με λιτά σκηνικά και κοστούμια, ενώ ο Παμπστ μαζί με τον  καλλιτεχνικό διευθυντή Αντρέγιεφ έστησαν το πιο εντυπωσιακό σκηνικό ταινίας που είχε ποτέ δει το γερμανικό θέατρο. Ο Μπρεχτ πίστευε, σύμφωνα με την περίφημη θεωρία της «αποξένωσης», πως το κοινό του παρακολουθούσε ένα δράμα και δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με τους χαρακτήρες. Ο Πάμπστ, από την άλλη, μέσω του μονοκόμματου μοντάζ και της κλίσης του για ψυχολογική εξερεύνηση των χαρακτήρων, εμπλέκει το θεατή. Αρκετά από τα πιο πικρά και καυστικά τραγούδια του θεατρικού, λείπουν από την ταινία. Ωστόσο, η ταινία, με το αιχμηρό κλείσιμό της, παίρνει ουσιαστικά μια πιο ισχυρή πολιτική θέση σε σχέση με το θεατρικό έργο.
Η ταινία αποτελεί ορόσημο των πρώιμων χρόνων του ομιλούντος κινηματογράφου. Ο Παμπστ δημιουργεί την οπτική αίσθηση του χώρου και του χρόνου στο βικτοριανό Σόχο του Λονδίνου. Ο σκιερός φωτισμός αναδεικνύει το στοιχείο της διεφθαρμένης κοινωνίας και τα τραγούδια μάς διασκεδάζουν με τον κυνισμό τους («Μακ ο Μαχαιροβγάλτης»), τον κυνισμό για την αφελή αγάπη («Το γαμήλιο τραγούδι των φτωχών»), το κυνισμό της ρεαλιστικής αγάπης («Το τραγούδι της Πόλυ»), τον κυνισμό του στρατού («Τραγούδι των κανονιών») και τέλος τον κυνισμό της απέχθειας («Η Τζένη των πειρατών»).

(πηγή δελτίο τύπου)