Η Σιωπή στον Μπέργκμαν (Ingmar Bergman) είναι οδυνηρή, όπως οδυνηρός είναι ο Θάνατος στον Φελίνι, η Απουσία στον Μπονιουέλ και τον Ταρκόφσκι, οι ωραίες αλλά κυρίως συγκινητικές ταινίες του Κουροσάβα ή το σκάκι του Βάιντα. Εμείς που είμαστε κατά μία ή δύο γενεές νεότεροι οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν καταφέραμε να τους αντικαταστήσουμε. Όταν σκέφτομαι τις σημερινές ταινίες βλέπω πολύ συχνά εμπρός μου ένα νεκροταφείο: τάφους και μερικούς γέρους που με συνετές κινήσεις αλληλοϋποστηρίζονται. Και ακριβώς δίπλα, έναν αυτοκινητόδρομο γεμάτο γρήγορα αυτοκίνητο , αρίστης τεχνολογίας, αλλά παρ' όλα αυτά αυτοκίνητα.
Αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που πριν από τριάντα χρόνια έκανε να ξεχωρίζει την ταινία Η Σιωπή/ Tystnaden του Μπέργκμαν από τις άλλες της ίδιας εποχής και γιατί τόσοι άνθρωποι σε τόσες χώρες του κόσμου ήθελαν να την δουν. Ήταν η ατμόσφαιρα. Κάτι που είναι δύσκολο να εκφράσει κανείς με λόγια, αλλά που χρόνια αργότερα, όταν ξαναβλέπει την ταινία, το ψηλαφίζει και το εισπράττει.
Η Σιωπή είναι η πρώτη εντελώς προσωπική, χωρίς συμβιβασμούς και ομοιογενής, ταινία του Μπέργκμαν και ως προς το ύφος και ως προς την αφήγηση. Ύστερα από δεκαεπτά χρόνια εργασίας (το ντεμπούτο του έγινε το 1945 με την ταινία Κρίση και Η Σιωπή ήρθε το 1963), ο Μπέργκμαν κατανόησε ότι η δύναμη μιας ταινίας εξαρτάται από την ανενδοίαστη ειλικρίνεια του δημιουργού και από το κουράγιο του να μην κάνει ούτε βήμα πίσω. Εδώ η φιλοσοφική κατασκευή δεν συναντά, όπως συμβαίνει στην Έβδομη Σφραγίδα (που δεν μου άρεσε), ούτε τις όμορφες και πρωτότυπες εικόνες του ονείρου, ούτε τον αγχώδη εφιάλτη των Άγριων Φραουλών (που μου άρεσε πολύ) αλλά το πορτρέτο a double fond του συναισθήματος που όλοι μας νιώθουμε όταν κλυδωνιζόμαστε και περισπόμαστε ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, ανάμεσα στην αγωνία του θανάτου και την επιδίωξη της γαλήνης, τη ζήλια και τη γενναιοδωρία, την επώδυνη ταπείνωση και την ακόλαστη δίψα για εκδίκηση. Η Σιωπή διαδραματίζεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα γαιώδους ατμού, κατά τη διάρκεια μιας ημέρας κυνικών καυμάτων και μιας ζεστής νύχτας, όπου επικρατούν ο ερωτισμός και η επιθυμία, όχι όμως και η αγάπη, και όπου η απουσία του οίκτου και της συμπάθειας γίνεται μια πολύ φυσική ψυχική κατάσταση.
Σε αυτή τη σκοτεινή ταινία ξεπηδά εντούτοις και εκτός διαλόγου και δράσης, μια αχτίδα ελπίδας, φαινομενικά άνευ λόγου. Ξέρω από που έρχεται αυτή η φωτεινή σφραγίδα, παρά τη θλίψη της ταινίας: από τη δυνατή πίστη του Μπέργκμαν στην ανθρωπότητα, ακόμα και σε καταστάσεις όπου οι ανταγωνιστές είναι υποχρεωμένοι να καταφύγουν στη σκληρότητα και στην απουσία σεβασμού (…)
Η Σιωπή του Μπέργκμαν είναι ένα αίνιγμα. Δεν θα γνωρίσουμε ποτέ γιατί οι δύο αδελφές φεύγουν και που πηγαίνουν. Δεν θα ξέρουμε γιατί διαμένουν σε μια άγνωστη πόλη όπου δεν μιλιέται ούτε γερμανική, ούτε η αγγλική, ούτε η γαλλική, ούτε η σουηδική γλώσσα και όπου οι περαστικοί δεν ανταλλάσσουν κουβέντα μεταξύ τους. Δεν θα ξέρουμε για ποια χώρα πρόκειται και γιατί υπάρχει πόλεμος. Δεν θα ξέρουμε εάν η Εστερ πρόκειται να πεθάνει σε αυτή την πόλη ούτε το περιεχόμενο των γραμμάτων της Εστερ στον Γιόχαν. Πιστεύω ότι ούτε ο Μπέργκμαν ήξερε (…) Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο σκηνοθέτης - όπως σχεδόν κανείς άλλος, είναι ίσως ο μοναδικός στον κόσμος- είχε να πει τόσα για την ανθρώπινη φύση όσα ο Ντοστογιέφσκι και ο Καμί…
(Αποσπάσματα από το κείμενο του Krzysztof Kieślowski/ Κριστόφ Κισλόφσκι για το "Αίνιγμα της Σιωπής" που αναφέρεται στη ταινία "Σιωπή "του Μπέργκμαν. Δημοσιεύθηκε το 1994 στο σουηδικό κινηματογραφικό περιοδικό Chaplin και αναδημοσιεύτηκε στο γαλλικό Positif του Μαρτίου 1999. Η ελληνική μετάφραση του κειμένου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Επενδυτής 27-28 Μαρτίου 1999).