του Luchino Visconti
Κεντρικό πρόσωπο του δράματος, ο Σιμόνε είναι ο μόνος απ' όλη την οικογένεια στον οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια επιθετικότητα απέναντι στην πόλη: εκφράζοντας με καθαρότητα τις επιθυμίες του (αλλά και τους πόθους του), αγνοώντας τα θέσμια της πόλης, διεκδικεί πάση θυσία την εκπλήρωση των συναισθηματικών ή άλλων αναγκών του.
Είναι το πρόσωπο με την πιο έντονη και καθαρή έκφραση ατομικότητας, και είναι αυτός που διαπράττει μια διπλή Ύβρη: τόσο απέναντι στην οικογένεια και την μητέρα (είναι ο αδελφός με τους ισχνότερους συναισθηματικούς δεσμούς), όσο και απέναντι στην πόλη (αφού αρνείται τους νόμους και τα ήθη της). Ερίφιο ή αποδιοπομπαίος τράγος, τίθεται με βάση -τόσο την αστική ηθική όσο και την οικογενειακή- όχι μόνο εκτός του οικογενειακού κύκλου, αλλά και εκτός πόλης.
Διπλά παραβάτης θα αποχωρήσει με τον πιο τελετουργικό τρόπο από την σκηνή του δράματος, ως θύτης και ως θύμα, ως μοιραίο πρόσωπο: η απόλυτη και χωρίς όρια έκφραση του ερωτικού του πόθου, συνιστά το μέγιστο των αμαρτημάτων του -και γι' αυτό πρέπει να τιμωρήσει και να τιμωρηθεί. Έτσι ο τελευταίος εναγκαλισμός του με την Νάντια, η ύστατη ερωτική πράξη συνεύρεσης μαζί της, αποτελεί την κορύφωση αυτής της πορείας εξόδου από την οικογένεια και την πόλη, της διαδρομής του από την συλλογική οικογενειακή ταυτότητα στην ατομική. Σκηνοθετημένη με τελετουργικό τρόπο, αυτή η σκηνή είναι στην κυριολεξία μια σκηνή κάθαρσης: το αντικείμενο του πόθου εκμηδενίζεται και ο θύτης σημαδεύεται από το αίμα του σφάγιου.
Ταυτόχρονα, το παράλληλο μοντάζ της σκηνής αυτής, με τον πυγμαχικό αγώνα, ταυτίζει, για πρώτη και τελευταία φορά, το σφάγιο της θυσίας, την Νάντια, με τον Ρόκκο: αυτά τα δύο πρόσωπα συνιστούν τους αμνούς που θα άρουν τόσο τις αμαρτίες του Σιμόνε, όσο και την "προμητορική" αμαρτία, την μετάβαση δηλαδή της οικογένειας από το χωριό στην πόλη. Ταυτόχρονα αυτή η σκηνή υπενθυμίζει στον θεατή, μ' ένα έντονο τρόπο, ότι αυτής της θυσίας έχει προηγηθεί μία άλλη: στην σκέπη του Duomo, η τελευταία συνάντηση της Νάντιας με τον Ρόκκο αποκαλύπτει ένα πρόσωπο που κατάγεται από τις επικράτειες της χριστιανικής θεολογίας: η προφανής αναντιστοιχία και ασυμφωνία του ρόλου και του ηθοποιού που τον υποδύεται (η παντελώς ακατάλληλη για πυγμάχο σωματική διαμόρφωση του Alain Delon) υποδηλώνουν μια αγγελική διάσταση στον χαρακτήρα.
Στην σκέπη λοιπόν του Duomo, του καθεδρικού ναού του Μιλάνου και με φόντο όλη την πόλη, ο Ρόκκο, προσφέροντας την αγαπημένη του στον Σιμόνε, θα απαρνηθεί τον έρωτα και τον πόθο, αποστρέφοντας το βλέμμα από την ερωμένη του. Είναι προφανές ότι αυτή η εκούσια αγαμία του, αποτελεί και την υπέρτατη θυσία ενός προσώπου απέναντι στο σύμπλεγμα σχέσεων και συναισθηματικών δεσμών που συνιστά την οικογένεια. Αναχωρητής της αστικής ζωής, αρνούμενος την ατομική συνείδηση (γιατί σημαίνει την συντριβή του αδελφού και την κατάλυση των δεσμών αίματος), νοσταλγός της αγροτικής κοινότητας (γιατί εκεί διασώζεται η εικόνα της οικογενειακής ενότητας), ο Ρόκκο είναι το μόνο από τα πρόσωπα του δράματος που αποστρέφεται την πόλη και τα ήθη της. Ευρισκόμενος σε διάσταση με τον χώρο είναι και ο μόνος που αληθινά έχει την διάθεση να επωμισθεί και να πληρώσει το οποιοδήποτε τίμημα, όσο βαρύ και αν είναι. Ακόμα και αν τελικά χάσει την ψυχή του.
Αυτό είναι και το έσχατο τίμημα που η οικογένεια Παρόντι θα καταβάλλει ως ενοίκιο στο ταμείο της πόλης.
Δημήτρης Μπάμπας
(απόσπασμα από ένα εκτενέστερο κείμενο για την ταινία που δημοσιεύεται στην ειδική έκδοση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)