του Erich von Stroheim
κείμενο του Μπάμπη Ακτσόγλου
Μια ταινία σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, που επέβαλε μια νέα αντίληψη του κινηματογραφικού χρόνου και της αφήγησης, εκπληρώνοντας το όνειρο των πρωτοπόρων του κινηματογράφου να κάνουν το σινεμά ένα εξίσου δυνατό εκφραστικό μέσο με τη λογοτεχνία. Η Απληστία/ Greed (1924) που είναι επίσης γνωστή με το γαλλικό τίτλο Τ’ Αρπαχτικά, αποτελεί πιστή μεταφορά στην οθόνη του μυθιστορήματος Μακ Τηγκ του Φρανκ Νόρρις, ο οποίος είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της νατουραλιστικής λογοτεχνία στην Αμερική (μαζί με τον Ντράιζερ και τον Κρέιν). Η αρχική διάρκεια της ταινίας ήταν τεράστια (9 ώρες κατά άλλους και 4,5 για τον Σαντούλ), όμως ο παραγωγός Θάλμπεργκ απαίτησε να περιορισθεί σε δύο. Ο Στροχάιμ ξέσπασε σε κλάμματα όταν είδε το έργο του ακρωτηριασμένο, ενώ η λογοκρισία έδωσε τη χαριστική βολή, κόβοντας κι άλλες σκηνές που θεώρησε τολμηρές. Αλλά και σ’ αυτή τη μορφή η Απληστία είναι ένα μοναδικό και ολοκληρωμένο έργο, που βάζει τις βάσεις της σύγχρονης δραματουργίας του κινηματογράφου.
Στις αρχές του αιώνα, ο νεαρός Μακ Τηγκ, γιος ανθρακωρύχων, καταφέρνει να ξεπεράσει την προλεταριακή καταγωγή του, να σπουδάσει οδοντιατρική και ν’ ανοίξει ένα οδοντιατρείο στο Σαν Φραντσίσκο. Μια μέρα ο φίλος του Μάρκους, φέρνει την ξαδέλφη του Τρίνα για να της περιποιηθεί τα δόντια. Ο Μακ την ερωτεύεται, τη φλερτάρει κάτω απ’ το ζηλόφθονο βλέμμα του Μάρκους και την παντρεύεται. Η Τρίνα κερδίζει 5.000 δολλάρια στο λαχείο, αλλά αργότερα γίνεται φιλάργυρη και κλείνεται στον εαυτό της, μετά την αποτυχία του γάμου της. Ο Μακ χάνει τη δουλειά του, από σκευωρία του Μάρκους, το ρίχνει στο ποτό και καταντά αλήτης. Το αβυσσαλέο μίσος που χωρίζει αυτούς τους τρεις ανθρώπους θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Το τελευταίο μέρος του δράματος θα διεξαχθεί στην ερημιά της Κοιλάδας του Θανάτου, μακριά απ’ το Σαν Φραντσίσκο, κει που τα’ αρπαχτικά περιμένουν την ώρα του θανάτου, για να τσιμπολογήσουν τη λεία τους.
Στις ταινίες του Στροχάιμ, οι ήρωες προκαλούν τους κοινωνικούς κώδικες ηθικής και συμπεριφοράς, αφήνονται να καταβροχθιστούν από τα πάθη τους και δείχνουν όλη τη χυδαιότητα των ταπεινών ενστίκτων τους. Όμως οι ήρωες αυτοί είναι πάντα τοποθετημένοι μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, που ενεργεί πάνω τους περισσότερο σαν φυσική κι όχι σαν κοινωνική δύναμη. Ο νατουραλισμός του Στροχάιμ καταδικάζει τον άνθρωπο στο αδιέξοδο των παθών του, χωρίς ωστόσο ο πεσσιμισμός αυτός να εμπεριέχει την παραμικρή μεταφυσική πρόθεση.
Τα πάντα στον Στροχάιμ ξεκινούν από την παρατήρηση της ίδιας της ζωής: «Έχω την πρόθεση, λέει, να δείξω άνδρες και γυναίκες έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα με τις αρετές και τα λάθη τους, τις ευγενικές και ιδεαλιστικές προθέσεις τους, αλλά και με το ζηλόφθονο, ταπεινό, βιτσιόζο και άρπαγο χαρακτήρα τους».
Πιστός στην άποψη ότι «η ζωή δεν αναπαράγεται», αλλά συλλαμβάνεται όπως είναι» γύρισε την Απληστία έξω από το στούντιο στους πραγματικούς χώρους διεξαγωγής της δράσης. «Νοίκιασα ένα παλιό σπίτι, διηγείται και το επίπλωσα όπως ακριβώς το περιγράφει ο Φρανκ Νόρρις». Απαίτησε οι ηθοποιοί του να φορούν τα ρούχα των ηρώων του και να κοιμούνται σ’ αυτά τα σπίτια, ενώ αργότερα τους μετέφερε στην Κοιλάδα του Θανάτου για το τελευταίο μέρος της ταινίας. Η «ρεαλιστική τρέλα» του Στροχάιμ έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε έβγαλε την ηρωίδα του να βγαίνει στους δρόμους κι να φωνάζει βοήθεια, καταγράφοντας τις αντιδράσεις των περαστικών (κάτι που είναι σήμερα τόσο συνηθισμένο στην τηλεόραση).
Η δράση διαδραματίζεται αργά και ο Στροχάιμ δίνει μεγάλη σημασία στην λεπτομερειακή καταγραφή μικρών και φαινομενικά ασήμαντων πράξεων, κινήσεων, χειρονομιών, ομιλιών κ.τ.λ., που όμως διαμορφώνουν μια συνολική άποψη. Η ερμηνεία των ηθοποιών είναι επηρεασμένη από τις θεωρίες του Στανισλάφσκι και η Απληστία είναι η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου, που οι ερμηνευτές της «παίζουν» με φυσικότητα και δεν χειρονομούν. Πρόκειται για μια ερμηνεία όχι μόνο αληθοφανή, αλλά και ρεαλιστική, με την έννοια ότι επηρεάζεται από το χώρο και τις καταστάσεις που ζουν οι ήρωες.
Ακριβώς για τον ψυχολογικό πλούτο της, τη λεπτομερειακή καταγραφή του κοινωνικού χώρου, το εύρος του πάθους και της δράσης, την τεράστια χρονικά αφήγηση και τη ρεαλιστική ερμηνεία, η Απληστία καταφέρνει αν ενσωματώσει τη μυθιστορηματική διάρκεια μέσα στη φιλμική αφήγηση. Από δω και πέρα ο κινηματογράφος μπορεί να συναγωνίζεται (ή να ξεπερνά τη λογοτεχνία).
(Μπάμπης Ακτσόγλου, από το βιβλίο 1916-1986, μια συλλογή ταινιών, εκδόσεις STUDIO, Αθήνα 1988.)