του Georg Wilhelm Pabst
κριτική του Derek Malcom
Οι μόδες στις προτιμήσεις των κριτικών έρχονται και παρέρχονται, αυτή τη στιγμή, όσον αφορά τους Γερμανούς σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’20 και της αρχής του ’30, οι Fritz Lang και F.W.Murnau είναι στα πάνω τους, σε αντίθεση με τον G.W. Pabst. Κι όμως, ο Παμπστ ήταν ένας αξιόλογος δημουργός, ικανός στο να δημιουργεί ταινίες στις οποίες η ατμόσφαιρα δημιουργείται τόσο από τις μικρές λεπτομέρειες όσο και από πιο μεγαλειώδη εφέ.
Ήταν επίσης ένας σκηνοθέτης ηθοποιών και η πιο αξιοσημείωρη σταρ σε ταινία του ήταν η Louise Brooks, η Αμερικανίδα ηθοποιός, που χάρη σ’ αυτόν ξεδίπλωσε το ταλέντο της στις ταινίες Το κουτί της Πανδώρας/Die Büchse der Pandora/ Pandora's Box και Ημερολόγιο ενός χαμένου κοριτσιού/ Diary Of A Lost Girl. Ήταν η Marilyn Monroe της εποχής της, για την οποία ένας Γάλλος κριτικός έγραψε: «Είναι η μόνη γυναίκα που έχει την ικανότητα να μεταμορφώσει οποιαδήποτε ταινία σε αριστούργημα».
Μετά από αυτές τις δύο ταινίες του Παμπστ, το πρώην κορίτσι των μπαλέτων Ziegfeld Follies, γνωστό για την αγάπη του στην καλοπέραση, αλλά και για το ότι διάβαζε Σοπενχάουερ ανάμεσα στις λήψεις, επέστρεψε στην Αμερική και ξέπεσε στην ένδεια.
Ανακαλύφθηκε εκ νέου την δεκαετία του ’50 όταν ο Kenneth Tynan έγραψε ένα αξιόλογο δοκίμιο γι αυτήν και όταν ο Henri Langlois, ο διάσημος επικεφαλής της Cinématheque Française έγραψε την αξιομνημόνευτη φράση: «Δεν υπάρχει Γκάρμπο. Δεν υπάρχει Ντήτριχ. Υπάρχει μόνο η Λουίζ Μπρουξ!»
Η Μπρουξ βρήκε στη Λούλου του Franz Wedekind, που μετονομάστηκε σε Κουτί της Πανδώρας από τον Παμπστ, την ιδανική ευκαιρία για να εκφράσει την ομορφιά και τον ερωτισμό της. Ήταν ένας ρόλος κάτι πολυ πιο ευφυής από τους ρόλους που υποδυόταν στο Χόλυγουντ. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτός ο ρόλος την καταδίωξε σε όλη της τη ζωή. Ισχύει εν μέρει. Στην πραγματικότητα, η Μπρουξ έγινε συγγραφέας και κριτικός αξιώσεων, μέχρι τον θάνατό της, το 1985.
Ο Παμπστ βεβαιώθηκε ότι η Μπρουξ ήταν η κατ’ εξοχήν ιδέα του Wedekind για τη Λούλου: μια όμορφη, αθώα γυναίκα που δέχεται παθητικά τη σεξουαλικότητά της και προκαλεί στους αδύναμους άντρες που την λατρεύουν την αυτοκαταστροφή. Είναι όμως εξίσου η πόρνη και το εξιλαστήριο θύμα, τραγική, αλλά χωρίς αίσθηση αμαρτίας και τελικά σκοτώνεται από τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη. Ο Παμπστ κατάλαβε ότι η Μπρουξ, πέρα από το ότι ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, μπορούσε ως πρώην χορεύτρια να περάσει με τις κινήσεις της αισθήματα με τον τρόπο που άλλες ηθοποιοί έκαναν με τις εκφράσεις του προσώπου τους. Ακόμα, την έντυσε με ρούχα που συμβόλιζαν τον χαρακτήρα και την ψυχική της κατάσταση: φοράει λευκό αψεγάδιαστο σατέν φόρεμα όταν σκοτώνει τον άντρα της και φθαρμένα και βρόμικα ρούχα όταν συναντά τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη στους ομιχλώδεις δρόμους του Λονδίνου.
Όσοι πιστεύουν ότι οι αρετές της ταινίας στρέφονται αποκλειστικά γύρω από τη Μπρουξ, απλώς δεν λαμβάνουν υπόψη καθόλου την ταινία και τον τρόπο με τον οποίο ο Παμπστ δόμησε μια ατμόσφαιρα σεξουαλικού παραληρήματος που έκανε την ταινία επικίνδυνα τολμηρή για την εποχή της. Μέχρι και σήμερα χαρακτηρίζεται μια έντονα σεξουαλική ταινία. Αυτό οφείλεται στις διδαχές του εξπρεσιονισμού σε συνδυασμό με την αλάνθαστη ικανότητα του σκηνοθέτη να επικρίνει την υποκρισία της κοινωνίας της εποχής του.
Ο Παμπστ ανέλαβε στη Γερμανία το βαρύ έργο του να δημιουργήσει μια καινοτόμα κινηματογραφική εκδοχή του θεατρικού έργου, ενώ μέχρι τότε η Λούλου παιζόταν σαν μια αδίστακτη γυναίκα που κατασπάραζε τους άντρες (Asta Nielsen στην ταινία Loulou). Επίσης, σοκαριστική ήταν και η λεσβιακή σκηνή στην οποία η Βελγίδα ηθοποιός Alice Roberts ως Κόμισσα Geschwitz αποπειράται να κάνει έρωτα στη Λούλου.
Η ίδια η Μπρουξ έλεγε ότι δεν είναι ηθοποιός (πιθανώς ένοιωθε ασχημα ως μη Γερμανίδα) και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων υπήρχε κόντρα με τον Kortner, τον διάσημο Γεμανό ηθοποιό που υποδυόταν τον Dr Schon, και ο οποίος σαφώς προτιμούσε για τον ρόλο της Λούλου την γλυκιά Marlene Dietrich. Ο Kortner αρνιόταν να μιλήσει στην Μπρουξ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων! Στη Βρετανία, λογοκρίθηκαν οι λεσβιακές σκηνές και στη Γαλλία ο θάνατος της Λούλου από τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη αντικαταστάθηκε από τον προσηλυτισμό της πρώτης από τον Στρατό Σωτηρίας (προτεστάντικο δόγμα).
Το κουτί της Πανδώρας γρήγορα αντικαταστάθηκε από τις λογοκριμένες εκδοχές. Αλλά τη δεκαετία του’50, τα δοκίμια που προαναφέραμε, φέρανε στο φως μια μεγάλη σταρ και πλέον η αυθεντική κόπια έλαμψε και βρήκε τη θέση της δίπλα στα άλλα αριστουργήματα του Παμπστ, την Όπερα της Πεντάρας, το Στο δυτικόν μέτωπον, το Kameradschaft και το Die freudlose Gasse.
[πηγή δελτίο τύπου. Κείμενο στη σειρά Century of Films, The Guardian , 22/7/1999]