του Luis Buñuel
Η επιτυχία του Ανδαλουσιανού σκύλου εξασφάλισε στον Luis Buñuel / Λουΐς Μπουνιουέλ, τα κεφάλαια για τη δεύτερη ταινία του, την Χρυσή Εποχή (L'Âge d'Or , 1930). Η Χρυσή Εποχή προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις από την πλευρά των ακροδεξιών και, ύστερα από μια άγρια επίθεσή τους στην αίθουσα όπου προβαλλόταν η ταινία, η αστυνομία κατάσχεσε τις κόπιες (κάποιες σώθηκαν και προβλήθηκαν πολλά χρόνια αργότερα σε διάφορες ταινιοθήκες και λέσχες). Και η Χρυσή Εποχή, όπως και ο Ανδαλουσιανός Σκύλος, δεν έχει συγκεκριμένη ιστορία, αλλά είναι μια σειρά φαινομενικά τυχαίων σκανδαλιστικών επεισοδίων.
Στο πρώτο πλάνο βλέπουμε δυο σκορπιούς και η συνέχεια μοιάζει με ντοκυμανταίρ, μια μελέτη πάνω στη συμπεριφορά των αραχνοειδών. Στην επόμενη σεκάνς κάποιοι κουρελήδες πεινασμένοι ληστές δίνουν μάχη με επισκόπους. Η ίδρυση μιας μεγάλης πόλης (αναφορά στην αυτοκρατορική Ρώμη) διακόπτεται από το παράφορο ζευγάρωμα ενός άντρα και μιας γυναίκας μέσα στη λάσπη. Ο έρωτας γίνεται ο εχθρός των παπάδων – αστυνομικών – αστών, εναντιώνεται σε όλες τις κοινωνικές συμβάσεις, η επιθυμία για ελευθερία και ζωή αγγίζει όρια ακραία (όπως στην σκηνή που ο άντρας ρίχνει κάτω τον τυφλό). Σε μια δεξίωση οι πλούσιοι καλεσμένοι διασκεδάζουν με την παράλογη εκτέλεση ενός μικρού από τον πατέρα του και μένουν αδιάφοροι μπρος στην πυρκαγιά που ξεσπάει στα διαμερίσματα των υπηρετών και στο πέρασμα ενός κάρου μέσα από το δωμάτιο. Οι εραστές, με πλήθος αναστολών σε κάθε τους συνάντηση παρά το μεγάλο πάθος τους, αλληλοακρωτηριάζονται, και ο άντρας στο τέλος πετάει από ένα ψηλό παράθυρο ένα αλέτρι, μια καμηλοπάρδαλη, ένα φλεγόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο, τον αρχιεπίσκοπο και την ποιμαντορική ράβδο. Σε ένα τελικό επεισόδιο, ο έκφυλος ντε Μπλανζί, μεταμορφωμένος σε Χριστό, σκοτώνει την τελευταία γυναίκα ενός φοβερού οργίου.
Το επίκεντρο αυτής της πρώτης μεγάλου μήκους σουρεαλιστικής ταινίας είναι το σεξουαλικό ένστικτο και η έννοια του θανάτου.
Ο ίδιος ο Bunuel, λέει για την ταινία του αυτή:
….Ένας ρώσος σκηνογράφος ανέλαβε τις κατασκευές στο στούντιο. Τα εξωτερικά γυρίστηκαν στην Καταλωνία, κοντά στο Καντακές, και στα περίχωρα του Παρισιού. Ο Μαξ Ερνστ ερμήνευε τον αρχηγό των ληστών και ο Πιερ Πρεβέρ τον άρρωστο ληστή. Ανάμεσα στους καλεσμένους, στο σαλόνι, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει την Βαλεντίν Ουγκώ, ψηλή και ωραία, ακριβώς δίπλα στον διάσημο ισπανό κεραμίστα Αρτίγκας, τον φίλο του Πικάσο, ένα πολύ μικρόσωμο άνθρωπο, που τον στόλισα με κάτι τεράστια μουστάκια. Η ιταλική πρεσβεία είδε στο πρόσωπό του ένα υπαινιγμό για τον βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρα-Εμμανουήλ, που ήταν μικροσκοπικός, και εξέδωσε διαμαρτυρία.
…Τέλος, ο ηθοποιός που έπαιζε το ρόλο του δούκα ντε Μπλανζί, στο τελευταίο μέρος της ταινίας – αφιέρωμα στον Σαντ – ονομαζόταν Λιονέλ Σαλέμ. Είχε ειδικευθεί στον ρόλο του Χριστού και τον ερμήνευσε σε πολλές παραγωγές της εποχής. Δεν ξαναείδα ποτέ αυτή την ταινία. Μου είναι αδύνατο σήμερα να πω τι σκέφτομαι γι’ αυτήν. …Για μένα ήταν ακόμη – και κυρίως – μια ταινία για ένα τρελό έρωτα, για μια ακατανίκητη έλξη που, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, σπρώχνει τον ένα στον άλλο, έναν άντρα και μια γυναίκα που δεν καταφέρνουν ποτέ να ενωθούν».
[Από τα βιβλία «Κινηματογραφικό Αρχείο: Λουίς Μπουνιουέλ», Εκδόσεις Αιγόκερως και «Λουίς Μπουνιουέλ: Η Τελευταία Πνοή», Εκδόσεις Οδυσσέας]