του Carol Reed
κριτική του Roger Ebert
third2.jpg

«Έχει υπάρχει ποτέ ταινία που η μουσική της να έχει ταιριάξει περισσότερο με τη δράση απ’ ότι στην ταινία του Κάρολ Ριντ, «Ο τρίτος άνθρωπος»; Η μουσική εκτελέστηκε σε ένα όργανο ζίθερ από τον Άντον Κάρας, που έπαιζε σε μια μπυραρία στη Βιέννη και τον άκουσε ένα βράδυ ο Ριντ. Ο ήχος είναι ανάλαφρος αλλά όχι χαρούμενος, σαν να σφυρίζεις στο σκοτάδι. Θέτει το ύφος της ταινίας. Η δράση ξεκινά σαν ένα ανέμελο καλαμπούρι και μετά αποκαλύπτει βάναυσες πλευρές.
Η ιστορία ξεκινά με έναν πρόλογο («Ποτέ δεν ήξερα την παλιά Βιέννη, την προπολεμική…». Η κατεστραμμένη μεταπολεμική πόλη έχει χωριστεί σε γαλλική, αμερικάνικη, βρετανική και ρώσικη ζώνη, όπου η κάθε μια έχει τους δικούς τους ύποπτους. Σε μια δίνη ίντριγκας πέφτει ένας αθώος Αμερικανός: ο Χόλι Μάρτινς (Τζόζεφ Κότεν), ένας αλκοολικός συγγραφέας λαϊκών μυθιστορημάτων γουέστερν. Έχει έρθει ύστερα από πρόσκληση του κολεγιακού του φίλου, Χάρι Λάιμ. Αλλά ο Λάιμ έχει ήδη πεθάνει όταν ο Μάρτινς φτάνει πια στη Βιέννη.
Πώς πέθανε ο Λάιμ; Αυτή η ερώτηση είναι η κινητήριος δύναμη που καθοδηγεί την πλοκή, καθώς ο Μάρτινς βουτά στον βούρκο που έχει αφήσει πίσω του ο Λάιμ. Ο Κάλογουεϊ (Τρέβορ Χάουαρντ), ο Βρετανός αστυνομικός επιθεωρητής, λέει ωμά στον Χάρι ότι ο Λάιμ ήταν ένας κακός άνθρωπος, και του δίνει τη συμβουλή να φύγει με το επόμενο τρένο. Αλλά ο Χάρι είχε ένα κορίτσι με το όνομα Άννα (Αλίντα Βάλι), που ο Χάρι βλέπει στον τάφο του Λάιμ, και ίσως αυτή έχει κάποιες απαντήσεις για τον μυστηριώδη θάνατο του Λάιμ. Και φυσικά, ο Χόλι ερωτεύεται την κοπέλα, παρόλο που η αφελής γιάνκικη καρδιά του προσκρούει στην δική της σθεναρή αντίσταση.
«Ο τρίτος άνθρωπος» (1949) δημιουργήθηκε από ανθρώπους που γνώριζαν την καταστροφή της Ευρώπης από πρώτο χέρι. Ο Κάρολ Ριντ είχε δουλέψει για τον Βρετανικό στρατό στη διάρκεια του πολέμου στον τομέα των ντοκιμαντέρ, ενώ στο σενάριο είναι ο Γκράχαμ Γκριν, που όχι μόνο έχει γράψει για κατασκόπους αλλά ενίοτε είχε υπάρξει και ο ίδιος ένας! Ο Ριντ διαφώνησε με τον αμερικανό παραγωγό του, Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, σχεδόν για κάθε λεπτομέρεια της ταινίας. Ο Σέλζνικ ήθελε να κάνει τα γυρίσματα σε στούντιο, να χρησιμοποιήσει χαρούμενη μουσική και να βάλει τον ηθοποιό Νόελ Κάουαρντ στο ρόλο του Χάρι Λάιμ. Αν το είχε κάνει αυτό, η ταινία του θα είχε ξεχαστεί μέσα σε μια εβδομάδα. Ο Ριντ αρνήθηκε να είναι συμβατικός και έκανε τα γυρίσματα στη Βιέννη όπου υπήρχαν ακόμη βουνά από συντρίμμια, δίπλα σε κρατήρες από βόμβες που είχαν σκάσει στην πόλη και τα ερείπια μιας αυτοκρατορίας που στήριζαν τώρα μια απεγνωσμένη οικονομία μαύρης αγοράς. Και επέμενε να χρησιμοποιηθεί η μουσική του Αντόν Κάρας (το μουσικό θέμα της ταινία έγινε μια από τις μεγαλύτερα χιτ της δεκαετίας του ’50).
third1.jpg
Ο Ριντ, μαζί με τον βραβευμένο με Όσκαρ διευθυντή φωτογραφίας του, Ρόμπερτ Κράσκερ, επινόησαν ένα παράτολμο, αξέχαστο οπτικό στυλ. Περισσότερα πλάνα, υποπτεύομαι, είναι στραβά παρά ίσια. Και υποδηλώνουν έναν κόσμο ξεχαρβαλωμένο. Υπάρχουν φανταστικά πλάνα από λοξή γωνία. Ευρυγώνιοι φακοί που παραμορφώνουν πρόσωπα και τοποθεσίες. Και παράξενος φωτισμός, που μετατρέπει την πόλη σε έναν εξπρεσιονιστικό εφιάλτη. Η Βιέννη στον «Τρίτο άνθρωπο» είναι ένα πιο ιδιαίτερο «μέρος» σχεδόν από οποιαδήποτε άλλη τοποθεσία στην ιστορία των ταινιών. Η δράση ταιριάζει στην πόλη σα γάντι.
Κι ύστερα, τα πρόσωπα: το ευρύ, καλοκάγαθο πρόσωπο του Κότεν, έρχεται σε αντίθεση με αυτά των «φίλων» του Λάιμ: τον διεφθαρμένο «Βαρώνο» Κουρτζ, τον πονηρό Δρ. Βίνκελ, τον πανούργο Ποπέσκου. Ακόμα και ένα μικρό αγόρι που κρατά μια λαστιχένια μπάλα μοιάζει με ζαρωμένο διαβολάκι. Τα μόνα έμπιστα πρόσωπα είναι αυτά των αθώων όπως του πορτιέρη, ή του μυώδη βοηθού του Κάλογουεϊ, που συνεφέρνει τον μεθυσμένο Χόλι με μια μπουνιά και μετά του ζητάει συγγνώμη. Ακόμα και οι ένοικοι είναι διεφθαρμένοι.
Όσο για τον ίδιο τον Χάρι Λάιμ: αυτός ο ρόλος επιτρέπει στον Όρσον Ουέλς να κάνει μια από τις πιο διάσημες εισόδους στην ιστορία του σινεμά, και να πει έναν από τους πιο διάσημους κινηματογραφικούς λόγους. Όταν πια ο Λάιμ τελικά εμφανίζεται στην ταινία έχουμε σχεδόν ξεχάσει ότι ο Ουέλς παίζει καν στην ταινία. Η σκηνή είναι αξέχαστη: το νιαούρισμα της γάτας στο κατώφλι, τα μεγάλα παπούτσια, η εριστική πρόκληση από τον Χόλι, το φως στο παράθυρο, και ύστερα, το πλάνο που πλησιάζει γρήγορα το πρόσωπο του Λάιμ, αινιγματικό και πειρακτικό, σαν να ήταν δύο συμφοιτητές που τους έπιασαν να κάνουν μια άτακτη πλάκα.
Ο περίφημος λόγος, λέγεται στη διάρκεια μιας βόλτας σε μια τεράστια ρόδα λούνα παρκ. Κάποια στιγμή, ο Λάιμ ανοίγει την πόρτα του κουβούκλιου που βρίσκονται και ο Χόλι ανήσυχος πιάνεται από την άκρη της πόρτας. Ο Χάρι προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Το συναισθηματικό επίκεντρο της ταινίας είναι ο ενθουσιασμός του Χόλι με την Άννα, η οποία αγαπά ακόμα τον Χάρι και του είναι ευγνώμων ό,τι κι αν μάθει γι’ αυτόν. Οι σκηνές ανάμεσα στον Χόλι και την Άννα είναι εμπλουτισμένες με μικρολεπτομέρειες, όπως ο τρόπος με τον οποίο μερικές φορές μπερδεύει το όνομα του Χόλι και τον αποκαλεί «Χάρι». Όλοι στην ταινία έχουν προβλήματα με τα ονόματα. Ο Χόλι αποκαλεί τον Κάλογουεϊ «Κάλαχαν» και ο Δρ, Γουίνκελ επιμένει ότι προφέρεται Βίνκελ. Αλλά και το όνομα στην ταφόπλακα του Χάρι Λάιμ έχει γραφτεί λάθος.
Η σκηνή καταδίωξης στον «Τρίτο άνθρωπο» είναι άλλο ένας κρίκος που ενώνει τη σωστή δράση με τη σωστή τοποθεσία. Ο Χάρι δραπετεύει μέσα στους υπόνομους όπως το ποντίκι που το στρίμωξες στη γωνία και ο Ριντ παρουσιάζει το κυνήγι ως ένα μακρύ, ηχηρό, άδειο τοπίο υπονόμων, με κοντινά πλάνα στο ιδρωμένο πρόσωπο του Λάιμ, με τα μάτια του να ψάχνουν απεγνωσμένα μια διέξοδο. Πιθανόν δεν υπάρχουν καθόλου φώτα στους υπονόμους της Βιέννης, αλλά υπάρχουν δυνατές πηγές φωτός εκτός πλάνου, πίσω από κάθε γωνία, δημιουργώντας μακριές σκιές, δημιουργώντας φιγούρες του Χάρι και των διωκτών του.
Ο Τρίτος άνθρωπος αντικατοπτρίζει τον οπτιμισμό των Αμερικανών και την κούραση της Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Είναι μια ιστορία για μεγάλους και μικρούς: μεγάλους σαν τον Κάλογουεϊ, που έχει δει από πρώτο χέρι τα αποτελέσματα των εγκλημάτων του Λάιμ, και παιδιών, όπως τον αφελή Χόλι, που πιστεύει στο απλοποιημένο καλό και κακό των μυθιστορημάτων γουέστερν που γράφει.
Από όλες τις ταινίες που έχω δει, αυτή εδώ ενσαρκώνει καλύτερα τη μαγεία του να πηγαίνεις σινεμά. Την είδα πρώτη φορά μια βροχερή μέρα σε ένα μικροσκοπικό, καπνισμένο σινεμά στη δυτική όχθη του Παρισιού. Έλεγε μια ιστορία υπαρξιακής απώλειας και προδοσίας. Ήταν μια ταινία κουρασμένη και σοφή, και το μεγαλειώδες στυλ της αντιδρούσε ενάντια στον διεφθαρμένο κόσμο που παρουσίαζε. Βλέποντάς την, συνειδητοποίησα πόσες πολλές χολιγουντιανές ταινίες ήταν σαν αυτά τα λαϊκά μυθιστορήματα γουέστερν που έγραφε ο Χόλι Μάρτινς: αφελείς φόρμουλες που παρέχουν χάπι έντ για παθητική κατανάλωση.»