του Frederic Fonteyne
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Θα μπορούσα να είχα μεταφέρει την ιστορία στο σήμερα. Εξάλλου, αυτό που υφίσταται και αισθάνεται η Ελίζα είναι διαχρονικό και...διαταξικό. Αλλά αυτό που με συγκίνησε στο μυθιστόρημα είναι η `συγκεκριμένη` Ελίζα, στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο και τη συγκεκριμένη εποχή, αν και η ταινία προχωρά και πέρα από αυτό, εξετάζοντας τη συναισθηματική κατάσταση μιας γυναίκας σε συνθήκες απόλυτου... έρωτα.
Μου άρεσε που η ιστορία τοποθετείται σε μία εποχή που δεν υπάρχει τηλεόραση, κινητά τηλέφωνα, κτλ και που οι χαρακτήρες αντιλαμβάνονται τις εμπειρίες τους με έναν πιο πρωτόγονο, αυθεντικό τρόπο. Χωρίς χιούμορ. Κι αυτή ήταν μία ακόμα πρόκληση της ταινίας: υπήρχε κίνδυνος να δείχνουν όλα αυτά γελοία και υπερβολικά. Το όριο ήταν πολύ λεπτό.
(...) Αφετηρία της σκηνοθεσίας στάθηκε το γεγονός ότι δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω φλασ-μπακ, αν και υπάρχουν στο βιβλίο, και το ότι ήθελα να αποφύγω τις αφηγήσεις που καλύπτουν την εικόνα. Στόχος μου ήταν να μπορεί να παρακολουθεί το κοινό βήμα προς βήμα ό,τι συμβαίνει στην Ελίζα, να αντιληφθεί τα πάντα από τη δική της οπτική γωνία.
(...) Ενώ διάβαζα το βιβλίο, έφτασα και στη σκηνή που διαδραματίζεται σε μία ανοιχτή αίθουσα χορού: η Ελίζα βλέπει τον Ζιλ να χορεύει με τη Βικτορίν και μετά τον βλέπει να κοιτά τη Βικτορίν που χορεύει με έναν νεαρό άντρα. Ένιωσα ότι αυτό το απόσπασμα ήταν αμιγώς κινηματογραφικό.
Στο βλέμμα αυτής της γυναίκας καθρεφτίζονταν τα πάντα: ιδίως η απόφασή της να παραμείνει σιωπηλή ενώ καταλαβαίνει τα πάντα, ίσως γιατί το σοκ είναι πολύ έντονο. Το χαρακτηριστικό αυτό απόσπασμα μου έδινε τη δυνατότητα να κινηματογραφήσω το συναίσθημα, παρά να προσπαθήσω να εξηγήσω τι συμβαίνει και γιατί.
Όλοι μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχουμε αισθανθεί αυτήν την υπερβολική, την χωρίς όρους αγάπη για έναν άνθρωπο. Κάποιος βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί: Θα μπορούσε να αντιδράσει, να μιλήσει... όμως η τραγική ομορφιά του μυθιστορήματος συνίσταται ακριβώς σ` αυτό: στη σιωπή της Ελίζα.
(...) Θα ήθελα οι θεατές να αισθανθούν αυτή τη σύγκρουση μεταξύ των δύο χαρακτήρων σαν ένα ταξίδι... Κυρίως, να έχουν χάσει τα λόγια τους, να μην μπορούν να περιγράψουν και να αναλύσουν αυτό που είδαν και ένιωσαν.
(...) Η Ελίζα δίνει ολοκληρωτικά τον εαυτό της και δεν περιμένει κανένα αντάλλαγμα. Έτσι, λοιπόν, ο Ζιλ- και μπορώ να το καταλάβω αυτό- καταστρέφει αυτή τη μοναδική ένωση και ψάχνεται αλλού...
Στην Ελίζα, αυτό που μένει είναι η απογοήτευση. Πώς λειτουργεί κανείς υπό το καθεστώς της απογοήτευσης; Πώς παραμένεις σιωπηλός όταν σε έχουν πληγώσει; Αναρωτιόμουν συνεχώς για τα κίνητρα και τη συμπεριφορά της Ελίζα. Ο χαρακτήρας της μου προξένησε... πονοκεφάλους! Δεν μπορούσα να καταλήξω: Είναι αυτιστική; Μία ευλογημένη παρθένα; Μία αρχετυπική μητέρα;...
Η Ελίζα δεν έχει αυτοεκτίμηση, αλλά δεν χάνει και την αξιοπρέπειά της... Καθημερινά είχα ατελείωτες... συζητήσεις με τον εαυτό μου για την ερμηνεία αυτού του χαρακτήρα. Πρώτη φορά βυθίζομαι τόσο πολύ σε έναν ρόλο...
Μπορώ να αντιληφθώ πως ένας άνθρωπος μπορεί να `βυθιστεί` τόσο πολύ σ` έναν έρωτα, σαν να βουλιάζει μέσα στην άβυσσο... Η Ελίζα ανήκει σε εκείνες τις γυναίκες που μπορούν να ζήσουν δυνατές καταστάσεις μόνο χάνοντας τον δικό τους εαυτό. Είναι μία πολύ παθιασμένη γυναίκα.
(πηγή: σημειώσεις για την παραγωγή )