του Jean Luc Godard
musique1.jpg

Παρακάμπτοντας τις περίπλοκες αφηγηματικές πρακτικές ή τους πειραματισμούς στην φόρμα, ο Jean Luc Godard σ' αυτή την ταινία εστιάζει στην αγριότητα και τη βαρβαρότητα του σύγχρονου κόσμου και τους απόηχους τους στην ανθρώπινη ψυχή.
Ο σκηνοθέτης, κάνοντας προφανείς αναφορές στο κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας Θεία Κωμωδία του Δάντη, οργανώνει την ταινία σε τρία μέρη ή σε "τρία βασιλεία" όπως δηλώνει: Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος. Το πρώτο μέρος είναι ένα ταξίδι στην αγριότητα της ιστορίας: εικόνες πολέμου, εικόνες από το Χόλιγουντ αλλά και εικόνες της πραγματικότητας παρουσιάζουν τις όψεις της βαρβαρότητας. Ένα κομμένο κεφάλι, πτώματα, παιδιά που λιμοκτονούν, οι θηριωδίες των Ναζί.
Στο δεύτερο, και πιο εκτεταμένο τμήμα, το κεντρικό πρόσωπο είναι μια νεαρή γυναίκα: η Judith Lerner μια δημοσιογράφος από το Ισραήλ. Παράλληλα σ' αυτό το τμήμα θα συναντήσουμε και την Olga Brodsky, μια Ρωσοεβραία. Ο σκηνοθέτης, επισκεπτόμενος το Σαράγιεβο για μια ομιλία σ' ένα λογοτεχνικό συνέδριο, θα διασταυρωθεί μ' αυτές τις δύο γυναίκες. Η Judith επισκέπτεται αυτή την κατεστραμμένη από τον εμφύλιο πόλη: "γιατί θέλω να δω ένα τόπο όπου η συμφιλίωση είναι δυνατή", όπως δηλώνει. Ενώ η Olga το μόνο που επιθυμεί είναι να γίνει μάρτυρας για την ειρήνη στο Ισραήλ. Με σκηνικό την πόλη του Σαράγιεβο το μέρος αυτό περιστρέφεται γύρω από τους απόηχους ενός σύγχρονου δράματος της σύγκρουσης Παλαιστινίων και Ισραηλινών.
Στο τελευταίο τμήμα της ταινίας υπάρχει ο παράδεισος: εδώ είναι μια μικρή σουρεαλιστική σκηνή όπου μια νεαρή γυναίκα βρίσκει τη γαλήνη στο νερό, σε μια παραλία, ενώ φυλάσσεται από πεζοναύτες.
Όπως αναφέρουν οι κριτικές, η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οπτικό ποίημα, ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ ή ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Ουσιαστικά όμως είναι μια απεικόνιση των αντανακλάσεων του πολέμου και της βίας πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο. Ως υπόδειγμα- παράδειγμα ενός σύγχρονου πολέμου χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης τον άγριο και ανηλεή πόλεμο που διεξάγεται εδώ και δεκαετίες στην γη της Παλαιστίνης. Στην ταινία συναντάμε ηθοποιούς που υποδύονται τους βασικούς ρόλους, μαζί με αληθινά πρόσωπα που υποδύονται τον εαυτό τους.
musique2.jpgΟ Jean-Luc Godard σε συνέντευξη τύπου στο Φεστιβάλ Καννών (2004) δηλώνει σχετικά: "Αυτή η ταινία είναι την ίδια στιγμή και προσωπική και μη προσωπική. Μεγάλωσα έχοντας ευρωπαϊκή εκπαίδευση. Είμαι υπέρ των συνόρων αλλά εναντίον των αστυνομικών συνόρων. Μ' αρέσει να βλέπω τα θύματα, τους τραυματίες -ίσως γιατί ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Όταν ένας πόλεμος (όπως της Γιουγκοσλαβίας) τελειώσει οι δημοσιογράφοι δεν επισκέπτονται τη χώρα. Είναι τότε που ξεκινά το καθαρτήριο. Το καθαρτήριο είναι μια μεταφορά της ζωής. Μιλώντας όπως ο Τολστόι: δεν ήμουν εγώ που επέλεξα το Σαράγιεβο, αλλά το Σαράγιεβο που επέλεξε εμένα.
(…) Οι υπότιτλοι επιτρέπουν τους θεατές να πιστεύουν ότι κατά κάποιο τρόπο είναι στην χώρα τους. Όμως σ' αυτήν τη ταινία είναι ενοχλητικό, επειδή ο θεατής που διαβάζει τους υπότιτλους δεν ακούει την γλώσσα των άλλων. Αυτοί που βλέπουν μια ταινία διαβάζοντας υπότιτλους στην πραγματικότητα βλέπουν μόνο το 5 με 6% της ταινίας.
(…) Προσπάθησα να μην υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους ηθοποιούς και σε ανθρώπους που κινηματογραφούσα ως αν ήταν σ' ένα ντοκιμαντέρ. Όλο και πιο πολύ επιλέγω ηθοποιούς επειδή υπάρχει κάτι σ' αυτούς, κάτι στην ζωή τους.
(…) Πριν μερικά χρόνια μου έστειλάν κάτι δίσκους από μια δισκογραφική εταιρεία της Γερμανία. Η μουσική σ' αυτούς τους δίσκους δημιουργούσε ένα τόπο στον οποίο έπρεπε να πάμε. Τους ακολούθησα, όπως ακολουθείς ένα αστέρι που οδηγεί σ' ένα στάβλο…"
Δ.Μ.