(Ο Tομά ερωτεύεται)
του Pierre Paul Renders
O 32χρονος Tομά υποφέρει από αγοραφοβία, και η πάθησή του αυτή έχει καταστήσει τη ζωή του αβάσταχτη. Σταμάτησε να εργάζεται εδώ και οκτώ χρόνια, επένδυσε όλα του τα χρήματα, και τώρα ζει σ' ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα, απ' όπου δε βγαίνει ποτέ. Δε βλέπει ποτέ κανέναν, τουλάχιστον όχι με σάρκα και οστά: το μόνο μέσο επικοινωνίας του είναι ένα βιντεοτηλέφωνο. Ύστερα από οκτώ χρόνια ανεπιτυχούς ψυχοθεραπείας, ο ψυχολόγος του, ο κύριος Γκιγιόν, αποφασίζει να επέμβει στη ζωή του Tομά και, παρά τις διαμαρτυρίες του, τον γράφει μέλος σ' ένα σύλλογο μοναχικών ανθρώπων. Όμως ο Tομά δεν χρειάζεται συντροφιά, και πάντως δεν έχει κανένα σκοπό να παντρευτεί ή ακόμα και να ερωτευτεί. Γιατί δεν τον αφήνουν επιτέλους ήσυχο;
Για τον πρωταγωνιστή της ταινίας Ο Τομά ερωτεύεται/ Thomas est amoureux ο έρωτας είναι το ζητούμενο. Έγκλειστος τη φυλακή της σύγχρονης τεχνολογίας, ζώντας μια απομίμηση ζωής, βιώνοντας μια εικονική (virtual) πραγματικότητα, ο ήρωας είναι δέσμιος τόσο της αρρώστιας του (αγοραφοβία) όσο και της τεχνολογίας. Σ' αυτό το περιβάλλον ο έρωτας είναι η οδός που οδηγεί στην ελευθερία, στην απελευθέρωση απο τα δεσμά της ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτό είναι το κρυφό αίτημα του ήρωα αλλά και της ταινίας. Δέσμιος της εικονικής πραγματικότητας δεν είναι μόνο ο ήρωας αλλά και ο θεατής. Τα ηλεκτρικά όνειρα μέσα στα οποία βυθίζεται ο πρωταγωνιστής είναι οι εικόνες της ταινίας -και ο ιστός αράχνης στον οποίο παγιδεύεται ο αγοραφοβικός ήρωας, υφαίνεται ταυτόχρονα και γύρω από τον θεατή. Η σκηνοθεσία εγκολπώνεται τις εξελίξεις της ψηφιακής τεχνολογίας, χωρίς ωστόσο να παραλείπει, μέσα απ' ένα σαρκαστικό τόνο, να επισημαίνει τα αδιέξοδά της. Μέσα απο την φόρμα μίας ταινίας επιστημονικής φαντασίας, η σκηνοθεσία κάνει ένα πικρό σχόλιο για την καθημερινή ζωή στον δυτικό κόσμο.
Ο σκηνοθέτης Pierre Paul Renders δηλώνει: "Η ταινία Ο Τόμα Ερωτεύεται δεν μιλά για το τι θα συμβεί πιθανόν αύριο, αλλά για το τι συμβαίνει μέσα μας, σήμερα. Αυτό που μ' άρεσε περισσότερο στο σενάριο είναι το γεγονός ότι πυροδοτεί στοχασμούς, για όλα αυτά τα στοιχεία που συγκροτούν αυτό που αποκαλούμε έρωτα.
Μ' αρέσει επίσης στο σενάριο το στοιχείο της κοινωνικής σάτιρας για την εγκατάλειψη της ανθρώπινης επαφής σε μια υπέρ-επικοινωνιακή κοινωνία. Μου έδωσε την δυνατότητα το σενάριο να κάνω ένα οπτικό αντικείμενο, το οποίο σκοπό έχει να θρέψει το μάτι χωρίς να μπουκώνει την φαντασία, και χωρίς να αποτρέπει τον στοχασμό. (...) Συχνά κατηγορούν τους σκηνοθέτες ότι στις πρώτες τους ταινίες προσπαθούν να ενσωματώσουν όλες τις γνώσεις, τις εμπειρίες και τους προβληματισμούς τους. Σ’αυτή την περίπτωση, ομολογώ ότι είμαι ένοχος. Συνεργάτης στο έγκλημα, ο φίλος και σεναριογράφος Φιλίπ Μπλασμπάν που μου έδωσε ένα τόσο πλούσιο σενάριο. Ακόμα αναρωτιέμαι τι με τράβηξε περισσότερο σ’αυτό...
(...) Ίσως να είναι το θέμα του φόβου της γέννησης ή της αναγέννησης. Πού αισθανόμαστε, τελικά, ασφάλεια; Η υποκειμενική κάμερα, η οποία μπλέκει τον ρεαλισμό με τη φαντασία, με οδήγησε σε μία νέα οπτική γραμματική, χρησιμοποιώντας τον χώρο, τα σκηνικά και τον φωτισμό μαζί με τα εφέ, οπτικά και ηχητικά. Σκοπός μου, να βυθίσω τον θεατή σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν, που θα του προσέφερε μια νέα προοπτική. Το σενάριο μάς κάνει να αναρωτηθούμε ‘τί σημαίνει αγάπη’: σωματική έλξη, γοητεία, διαφορετικότητα, ανάγκη να προσφέρουμε και να δεχόμαστε αγάπη, επιθυμία για προστασία ή βοήθεια, διάθεση να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας;
Δεν υποτιμώ την κοινωνική όψη της ταινίας που θίγει την απώλεια της ανθρώπινης επαφής σε μια κοινωνία που βρίθει επικοινωνιακών μέσων. Ο Όργουελ και ο Χάξγουελ μάς είχαν τρομοκρατήσει με την υπερβολή τους. Ο Μπλασμπάν απλώς παρουσιάζει έναν κόσμο λίγο πιο τρομακτικό από το σημερινό, πιο χαλαρό και χωρίς πολλά κόμπλεξ, και όχι αναγκαστικά πιστευτό ως φουτουριστική εικόνα.
Επισημαίνω, τέλος, το θέμα της σχέσης του ανθρώπου με την εικόνα. Για τον Τομά, οι άλλοι είναι απλώς εικόνες. Θυμίζει επισκέπτη σε μουσείο που συνομιλεί με τους πίνακες. Τα μουσεία και οι κινηματογραφικές αίθουσες είναι χώροι προστατευμένοι, έξω από τον αληθινό κόσμο, φανταστικά μέρη όπου το κορμί εξαφανίζεται. Έτσι, ωθούμενος από μια ασυναίσθητη αναζήτηση, ο ασώματος Τομά περιφέρεται στη δική του οθόνη, κρυμμένος από τον κόσμο. Από την άλλη, ο κάθε θεατής με φαντασία μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, να δει αυτό που δεν έχει φανεί, να ακούσει αυτό που δεν έχει ειπωθεί, μένοντας μακριά από τη μασημένη τροφή του εμπορικού κινηματογράφου."