(Όταν μεγαλώσω θα γίνω καγκουρώ)
του Radivoje Andric
Μια κωμωδία, που στο κέντρο της βρίσκεται ένας αγώνας του αγγλικού πρωταθλήματος και οι θεατές του στο Βελιγράδι.
Το “Καγκουρό” είναι ένας Σέρβος τερματοφύλακας, που μόλις έχει μετακομίσει στη Μεγάλη Βρετανία. Στην παλιά του γειτονιά, μια συνοικία του Βελιγραδίου, όλοι είναι περήφανοι γι’ αυτόν. Για τον πρώτο σημαντικό αγώνα της ομάδας του απέναντι στη θρυλική Manchester United έχει σημάνει γενικός συναγερμός. Τόπος συγκέντρωσης των φίλων και των γνωστών του “Καγκουρό” είναι το τοπικό γραφείο στοιχημάτων, που διαθέτει δορυφορική τηλεόραση. Όλοι (ή σχεδόν όλοι) στοιχηματίζουν υπέρ της νίκης της ομάδας του. Όμως τον γενικό ενθουσιασμό δεν τον συμμερίζονται οι πάντες: ένας νεαρός μέλλοντικός σκηνοθέτης ετοιμάζεται να βγει το ραντεβού της ζωής του μ’ ένα διάσημο μοντέλο, ένας γιάπης μεσίτης ακινήτων περιπλανιέται στην πόλη, δύο φίλοι στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας καπνίζουν χόρτο και βλέπουν ιπτάμενους δίσκους, ενώ στο τοπικό κινηματογράφο, που παίζει ταινίες ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, αποφασίζει να πάει μετά από 20 χρόνια ένα ζευγάρι μεσήλικων.
Σ’ αυτή την τρελή κωμωδία καταστάσεων (από τα καλύτερα δείγματα του είδους) το κέντρο είναι ο αγώνας όμως οι αληθινοί πρωταγωνιστές είναι οι θεατές του. Ο σκηνοθέτης, κοιτάζοντας όλα αυτά τα πρόσωπα με συμπάθεια, τα οδηγεί σιγά- σιγά προς τον παροξυσμό. Τότε συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ίσως, την κατάσταση αδυναμίας στην οποία βρίσκονται, τη βαθύτερη δυσφορία για την ζωή που κάνουν. Είναι η έκρηξή τους που τροφοδοτεί το κωμικό, παράλληλα με τις επιμέρους συγκρούσεις. Η ατμόσφαιρα αδελφικής φιλίας, που χαρακτηρίζει τις σχέσεις όλων αυτών των νεαρών ανδρών, οι δεσμοί που τους συνδέουν, η αίσθηση οικειότητας που επικρατεί στις μεταξύ τους σχέσεις: όλα αυτά στοιχεία πάνω στα οποία χτίζεται το κλίμα της ταινίας. Οι δαιμονιώδεις ρυθμοί της ταινίας επιβάλλουν ένα ευφρόσυνο κλίμα στον θεατή, επιτρέποντας του να δει αυτούς τους «αποτυχημένους» της ζωής με απέραντη συμπάθεια και αγάπη. Το τέλος της ταινίας, μ’ όλους του ήρωες συγκεντρωμένους σε μια ταράτσα να ουρλιάζουν προς το βραδινό ουρανό τα ονόματα των ανεκπλήρωτων ερώτων, ανήκει αναμφίβολα στις πιο πρωτότυπες, συγκινητικές και ευαίσθητες στιγμές αυτού του φεστιβάλ.
Ο Radivoze Andric, σκηνοθέτης της ταινίας When I grow up I’ll be Kangaroo, δηλώνει: «Ανεξάρτητα από το πόσο παράξενο ίσως ακουστεί, αυτή είναι μια αστεία και χαρούμενη ταινία για την απόγνωση. Δεν είναι αυτή η μεγάλη φιλοσοφική απόγνωση των Ρώσων συγγραφέων, ούτε το Weltschmertz (συναισθηματικός πεσιμισμός), παρά αυτό το είδος της καθημερινής εσωτερικής απόγνωσης, που όλοι μας πολύ καλά γνωρίζουμε. Οι χαρακτήρες, σ’ αυτή την ταινία, μάχονται ενάντια σ’ αυτή απόγνωση, ο καθένας με τον τρόπο του, κάποιοι με τον έρωτα, άλλοι περιμένοντας μεγάλα κέρδη στο στοίχημα, και άλλοι βρίσκοντας σωτηρία στην απόλυτη παράδοση. Όπως λέει ένα από τα πρόσωπα της ταινίας «έχω το περισσότερο κέρδος όταν δεν κάνω τίποτε, δεν έχω εισόδημα όμως ούτε και έξοδα».
Σ’ αυτή την ταινία θα βρείτε τα πάντα, από καρφίτσες μέχρι ατμομηχανές, όπως λένε τα μεγάλα σουπερμάρκετ. Σ’ αυτή την περίπτωση τα πάντα: από ένα όμορφο μοντέλο μέχρι ένα σεισμό, από σταρ του γουότερ πόλο μέχρι σταρ του ποδοσφαίρου, από μπλε μάγμα στον ουρανό μέχρι έμβρυο ποντικιού σ’ ένα μπουκάλι μπύρας. Αυτή η ταινία θα μπορούσε να λέγεται «Στις τρεις γωνίες», «Ας φωνάξουμε τις γκόμενες», «120 επί 80», «Ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα». Βρείτε εσείς τον λόγο!
Η επιφανειακή πρόθεση ήταν να κάνουμε μια αστεία και πνευματώδη ταινία για το κινηματογραφόφιλο κοινό. Η ουσιαστική πρόσθεση ήταν να ξύσουμε αυτή την επιφάνεια και να πούμε περισσότερα για τη ζωή των νέων, για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, για τις προσπάθειες τους να βγουν από το βούρκο, για το πώς «τα χρήματα, ένα διαμέρισμα και μια θέση εργασίας» είναι σημαντικά και για το πώς η πονηριά, ο κυνισμός και το ανοιχτό πνεύμα δεν αξίζουν πολλά, εκτός και αν εκπληρώνονται οι βασικές σου ανάγκες, για το ότι τίποτε σημαντικό δεν πρόκειται να συμβεί αν δεν εργαστείς σκληρά για να το πετύχεις. Και το πιο σημαντικό, ήταν η πρόθεση μου να πω ότι υπάρχει ελπίδα τη σημερινή εποχή στη Σερβία (και το Μαυροβούνιο)».
Δ.Μ.