(Μάρτυρες)
του Vinko Bresan
Μια από τις μικρές ιστορίες του αιματηρού πολέμου του 1992, που θα μετατραπεί σε μια μεγάλη τραγωδία, με σκηνικό το εσωτερικό μιας οικογένειας.
Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία μαίνεται και στο Karlovac, μια μικρή κροατική πόλη κοντά στο μέτωπο, δολοφονείται ένας Σέρβος. Είναι τοκογλύφος, λαθρέμπορος και ύποπτος για κατασκοπεία, και έτσι ο θάνατος του μοιάζει ως άλλη μια αδιάφορη υποσημείωση ενός μεγάλου πολέμου. Η δολοφονία του διαπράχτηκε από 3 στρατιώτες, που βρίσκονται με άδεια στην πόλη. Ένας ντετέκτιβ της αστυνομίας αρνείται να αδιαφορήσει και ερευνά τα της δολοφονίας, ενώ μια ανήσυχη ρεπόρτερ της τοπικής εφημερίδας προσπαθεί να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τις απόπειρες συγκάλυψης. Όμως στα παρεπόμενα της δολοφονίας συγκαταλέγεται και απόφαση των τριών στρατιωτών να δολοφονήσουν τον μοναδικό επιζώντα μάρτυρα: την μικρή κόρη του θύματος. Αν ο πρώτος φόνος -ως μια οργισμένη πράξη εκδίκησης- ήταν μια παράπλευρη συνέπεια του πολέμου, ο δεύτερος θα είναι μια εν ψυχρώ δολοφονία.
Τοποθετώντας την ιστορία στο μέσο των πολεμικών συγκρούσεων, ο σκηνοθέτης, εκ πρώτης της όψεως, αδιαφορεί για το διάχυτο κλίμα μίσους και τυφλής οργής. Αντίθετα, η ταινία έχει τους ρυθμούς και την τυπολογία μιας αστυνομικής ιστορίας, ενός θρίλερ, όπου οι δολοφόνοι είναι γνωστοί και όλη η αφήγηση κατατείνει στη σωτηρία του αθώου θύματος (του μικρού κοριτσιού). Η δραματική πλοκή συντίθεται από την τριπλή αφήγηση της ίδιας ιστορίας, η καθεμία από διαφορετική οπτική: οι τρεις δολοφόνοι, ο ντετέκτιβ και η ρεπόρτερ. Σε κάθε αφήγηση νέα στοιχεία αποκαλύπτονται στον θεατή, νέα κομμάτια προστίθενται για το σχηματισμό του παζλ. Παράλληλα, καθώς κυλά ο αφηγηματικός χρόνος, σιγά-σιγά μετατοπίζεται και το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη από τους χαρακτήρες της αστυνομικής ιστορίας στο σκηνικό τον πόλεμο: στο πως δηλαδή επιδρά πάνω στα πρόσωπα και στην ηθική τους.
Αυτή η ταινία θα μπορούσε να γυριστεί μόνο 10 χρόνια μετά τον πόλεμο. Μόνο σήμερα μπορεί να γίνει κατανοητή σ’ όλες της τις διαστάσεις η διάλυση, η ηθική παρακμή στην οποία βυθίστηκε η Γιουγκοσλαβία. Η αρχική σκηνή της ταινίας (αναμφίβολα ένας φόρος τιμής στον Orson Welles και στην ταινία Touch of Evil) είναι μια απόδειξη της βιρτουόζιτε του Vinko Bressan, σκηνοθέτη γνωστού στο κοινό του Φεστιβάλ από τις κωμωδίες The Ghost of Marshal Tito και How The War Started On My Little Island.
Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου (2004) με το Οικουμενικό Βραβείο και το Βραβείο Ειρήνης, όπως επίσης και στο Φεστιβάλ του Karlovy Vary (2004).
Ο Vinko Bresan, σκηνοθέτης της ταινίας Witnesses, δηλώνει: «Το 2000 ολοκλήρωσα μια σειρά των κωμωδιών και αισθάνθηκα την εσωτερική ανάγκη να στραφώ προς τα ηθικά προβλήματα της κοινωνίας μας. Τότε διάβασα το «Γυμνό πρόβατο» του Jurica Pavicic, το οποίο απέπνεε την ατμόσφαιρα του πολέμου και για μένα είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα κατασκευή χαρακτήρων και το ηθικό ζήτημα της κοινωνίας μας. Τηλεφώνησα στον Jurica, τον οποίο ήξερα από πριν ως κινηματογραφικό κριτικό, και του είπα «Ας γράψουμε ένα σενάριο» και το γράψαμε. Και μετά, άλλαξα με τα πάντα, φέραμε τα πάνω κάτω στο βιβλίο και κατασκευάσαμε μια νέα φόρμα. Έτσι αυτή η ταινία, στην πραγματικότητα, δεν βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα, αλλά μάλλον στα μοτίβα του μυθιστορήματος».
Δ.Μ.