(για το Frantz του François Ozon)
της Μαρίας Γαβαλά
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_frantz-2.jpg

Ριμέικ του «Broken Lullaby» (1932 ) του Ερνστ Λιούμπιτς, η ταινία του Φρανσουά Οζόν /François Ozon έχει αρκετό ενδιαφέρον, κυρίως για τους παρακάτω λόγους. Βρίσκεται μακριά από κάθε μέχρι τώρα απόπειρα να μεταφερθεί «μεγαλεπήβολα» και καταγγελτικά στον κινηματογράφο (Λιούις Μαϊλστόουν, Ντέλμπερτ Μαν…) η φρίκη της σφαγής και της ομαδικής θυσίας τόσων ανθρώπινων ψυχών στα μέτωπα του Μεγάλου Πολέμου, κυρίως με τη μεταφορά στον κινηματογράφο του έργου του Ρεμάρκ «Ουδέν νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο»… Μακριά επίσης και από την ιδιάζουσα περίπτωση, μια σαρκαστική ματιά πάνω στο μπέρδεμα της σκηνής του θεάτρου με τη σκηνή του πολέμου, του τετελεσμένου της πραγματικότητας με τα παιχνιδίσματα της φαντασίας, των Κοκτώ-Φρανζύ, δημιουργών του «Θωμάς, ο απατεώνας», 1965… Ο Οζόν εστιάζει την ταινία του σε μια, μετά τον πόλεμο, προσωπική ιστορία, βασισμένη κυρίως σε ένα τρομακτικό ψέμα, το οποίο θα βοηθήσει τον μεν ήρωα της ιστορίας να απαλλαγεί από τις ενοχές του, τη δε ηρωίδα να αναζητήσει δυνατότητες λύτρωσης από το πένθος της. Ψέμα που και στις δύο περιπτώσεις στοχεύει σε μια ζωή μετά τον θάνατο και σε μια εκκίνηση μετά τον τερματισμό. Έτσι το πρόσωπο του νεκρού Γερμανού στρατιώτη Φραντς, που έπεσε στο πεδίο της μάχης σαν αθώο σφαγιασμένο πρόβατο, είναι ο μεγάλος απών ή ο αθέατος πρωταγωνιστής (εκτός από τις λιγοστές, φασματικές, εμφανίσεις του ως αποδεικτική εικόνα της αληθοφάνειας του ψέματος, και με την επικουρία κάποιων έγχρωμων εκλάμψεων-πρελούδιων σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η απόλυτη σύγκρουση του λευκού με το μαύρο). Είναι ο ήρωας που ταράζει διαρκώς, ως αλύτρωτο πνεύμα ή ως βαριά ασθένεια, την ψυχή κάθε εμπλεκόμενου στην αφήγηση προσώπου, ενώ το περιπλανώμενο φάντασμά του γίνεται η διελκυστίνδα ανάμεσα σε δύο νέους ανθρώπους που προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά κόπου: τον νεαρό Γάλλο, ακούσιο μακελάρη του Φραντς εν ώρα μάχης, μέσα σε ένα αμπρί όπου ο καθείς το μόνο που δύναται να σκεφτεί είναι πώς θα σώσει το τομάρι του, και την αρραβωνιαστικιά του σκοτωμένου, η οποία βιώνει όλο το βαρύ πένθος. Ψυχολογικές διακυμάνσεις, ψυχικός πόνος, θλίψη, ενοχές, δισταγμοί, ηθικά διλήμματα, διάφορα εμπόδια στο να ξεπεραστεί το πένθος και να πάρει μπρος το ξεκίνημα μιας νέας ζωής, εφαπτόμενα ή συγκρουόμενα αδιέξοδα, ένα ατελέσφορο ταξίδι- απελπισμένος μονόδρομος με εξίσου πικρή επιστροφή, σε αναζήτηση του ανθρώπου, ο οποίος μέσα απ’ την οπτική του έρωτα εξιλεώνεται ολοένα και περισσότερο. Πολύ πιο πέρα από την πικρή δήλωση μετανοίας του και τις τιμωρίες που επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του, από δολοφόνος μεταμορφώνεται σε ποθητό ερωτικό πρόσωπο, ενώ και η μετάλλαξή του από τηλεκατευθυνόμενο βλήμα ολέθρου σε αυτόβουλη φλόγα αγάπης είναι εντυπωσιακή. Όλα αυτά είναι στοιχεία που συνθέτουν, με μεγάλη επεξεργασία στις λεπτομέρειες, την περιπέτεια ενός, λόγω πολλών συγκυριών, αδύνατου έρωτα, συντελώντας όμως και στην τελική κάθαρση και δικαίωση των ηρώων, μιας και οι δύο νέοι είναι πρόσωπα που, εκτός από φορείς θανάτου ή σημαδεμένοι από τον θάνατο, διακατέχονται και από τις ακατάβλητες και πανίσχυρες ορμές της ζωής.
Ο Φρανσουά Οζόν, με συγκινητικό τρόπο, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τους μεγάλους δασκάλους του σινεμά, και να τοποθετηθεί απέναντί τους, με ταπεινότητα και ευγένεια κατά την άποψή μου, κάτι που τον τιμά πολύ, σε μια ταινία που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε και ως φόρο τιμής σε αυτούς ακριβώς τους μαιτρ: στέκεται με προσοχή απέναντι στο αυστηρό, ακριβείας, καδράρισμα και στη λιτότητα του Μπρεσόν (κυρίως στη σκηνή του εξομολογητηρίου, με την αντιπαράθεση των θέσεων εξομολογητή και εξομολογούμενης, σε πρώτο και σε δεύτερο πλάνο, όπου δίδεται και το πράσινο φως για δράση στη νεαρή γυναίκα), αλλά κυρίως απέναντι στην καθαρότητα και την ακρίβεια του κιαροσκούρο του Ντράγιερ, τόσο στις σκηνές της υπαίθρου όσο και στα εσωτερικά των χώρων –ιδιαιτέρως κάθε φορά που κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή, το υπέροχα ντραγιερικό πρόσωπο του γέροντα γιατρού, του πατέρα του νεκρού, ενός σχεδόν βιβλικού πατριάρχη, ο οποίος κουβαλά με αξιοπρέπεια όλο το βάρος του πόνου του, προσπαθώντας να εναντιωθεί στην ομαδική ή ατομική μισαλλοδοξία των ανθρώπων, ευαγγελιζόμενος παράλληλα μια σοφή και γαλήνια παραδοχή: «η συμφιλίωση και η αγάπη στέκουν υπεράνω όλων».

(Η Μαρία Γαβαλά είναι σκηνοθέτις, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Tο κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από τη σελίδα της στο Facebook)