(για τον Toni Erdmann της Maren Ade)
της Μαρίας Γαβαλά
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_toni-erdmann.jpg

  Ξεχωριστό σημείο σε αυτή την θεοπάλαβη κινηματογραφική ιστορία ενός πατέρα που αναλαμβάνει να επαναφέρει σε φυσιολογική λειτουργία την «παγωμένη» καρδιά της αποξενωμένης θυγατέρας του, είναι και οι ρόλοι τους οποίους αναλαμβάνει εκείνος σε όλη τη διαδρομή της αφήγησης: καταρχάς, αποδύεται σε έναν αγώνα δρόμου, γεμάτο από εξωφρενικές φάρσες κι ακόμα πιο εξωφρενικές μεταμφιέσεις. Τούτες οι εκκεντρικότητες, μπορεί να έχουν ως αφετηρία τη γραφικότητα, αλλά επί της ουσίας συγκροτούν τα έργα και τις ημέρες ενός ανθρώπου που δεν είναι απλός φαρσέρ, αλλά πολύ περισσότερο ένα δυνατό ταραχοποιό στοιχείο. Ένας ταραξίας πατέρας που ταυτοχρόνως δρα και ως μαιευτήρας-χειρουργός, με την έννοια ότι θέτει σε λειτουργία την ικανότητα και τις γνώσεις του γύρω από το πώς θα εκμαιεύσει ή θα βγάλει με το τσιγκέλι, από τη γιάπισσα και «αλλοτριωμένη» κόρη του, όλα εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητάς της, τα οποία η ίδια έχει παραμελήσει, παραμερίσει, υποτιμήσει, ακόμα και κλειδαμπαρώσει μέσα σε ένα αεροστεγές κιβώτιο. Η νεαρή γυναίκα, ονόματι Ινές, είναι εκπατρισμένη, τόσο στην κυριολεξία όσο και στη μεταφορά, μια Γερμανίδα η οποία ζει στη Ρουμανία, δουλεύοντας σε κάποια γερμανική εταιρεία με αντικείμενο τα πετρέλαια, όπου απασχολείται ως οικονομική και τεχνική σύμβουλος. Μια εργασιομανής, τελειομανής, ελεγχομανής κ.ο.κ. γυναίκα η οποία, όταν ερωτάται από τον πατέρα της εάν είναι ευτυχισμένη, απαντά με ένα εξαιρετικά έωλο απόφθεγμα: η ευτυχία είναι κάτι σχετικό. Άρα, παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς, πως όλο αυτό το οποίο δείχνει να υπηρετεί άψογα, δεν είναι παρά μια φενάκη (πρώτη μεταμφίεση), κάτι που λίγο λίγο, από απλή υποψία την οποία έχει αρχικά ο θεατής, στη συνέχεια γίνεται βεβαιότητα: πρόκειται για μια απασχόληση που, στο βάθος, μάλλον την αφήνει αδιάφορη, κάτι ανάλογο με τη σεξουαλική πράξη-παρωδία, απέναντι στην οποία εμφανίζεται εντελώς ανορεξική. Δεν θέλει να συμμετέχει, δηλώνει όμως διατεθειμένη να βλέπει. Μια βαριεστημένη ηδονοβλεψίας, σκηνοθέτις και θεατής ταυτοχρόνως της πράξης, σκηνοθετώντας και παρακολουθώντας με μπλαζέ διάθεση τον αυνανισμό του φίλου της, έχοντάς του προηγουμένως παραγγείλει να εκσπερματώσει πάνω σε ένα πτι-φουρ, το οποίο στη συνέχεια εκείνη θα γευτεί, χωρίς καμιά απολύτως σιχασιά αλλά, ακόμα και εδώ, με ανολοκλήρωτη βουλιμία. Θα το αφήσει μισερό. Σημαδιακή σκηνή (σουρεαλιστικής εμβέλειας) για την τεχνική της αφήγησης αλλά και για την ολοκλήρωση του σημασιολογικού αρχιτεκτονήματος. Πάνω-κάτω, ολόκληρη η ζωή της Ινές είναι δομημένη πάνω σε αυτή τη βάση. Βλέπει τα πάντα εξ αποστάσεως, χωρίς να συμμετέχει ουσιαστικά, εφαρμόζοντας τακτική (ή στρατηγική) άψογης συνέπειας όσο και ανεκτικότητας, σνομπάροντας και σαρκάζοντας μεν, αλλά χωρίς πολύ εμφανή σημάδια αποστροφής ή κόπωσης. Θα λέγαμε μια ρομποτική εκτελέστρια, ένα κομψό και θελκτικό ανδρείκελο, στα όρια της εξουθένωσης όσο εκτυλίσσεται η αφήγηση (βλέπε και τη σκηνή στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, μετά την ομαδική χρήση κοκαΐνης), ανέτοιμο να θέσει όρια ή να πατήσει τον διακόπτη ακινητοποίησης του ασανσέρ, το οποίο την ανεβοκατεβάζει σε ένα οικοδόμημα όπου, ούτε μια στιγμή, εκείνη δεν μας πείθει πως κατοικεί με μεγάλη της ευχαρίστηση. Σε ένα διαμέρισμα που της έχουν διαλέξει άλλοι και όπου η ίδια διαμένει απλώς. Προσωρινή, περαστική και, επί της ουσίας, απούσα. Αυτή η απουσία, πλήρης τις περισσότερες φορές, παίρνει μορφή και υπόσταση, με αξιοθαύμαστο τρόπο, κυρίως μέσω της γλώσσας του σώματος, κάτι που σε μεγάλο βαθμό είναι επίτευγμα της ηθοποιού (Sandra Hüller). Μια γοητευτική τριανταπεντάρα, που τρεκλίζει σαν μαθητριούλα πάνω στα ψηλά της τακούνια, που πληγιάζει τα δάχτυλα του ποδιού της, που πιτσιλάει με αίμα το λευκό πουκάμισό της, που δεν μπορεί να βγάλει το φόρεμά της (σε μια θαυμάσια μπουρλέσκα περφόρμανς), που καταβροχθίζεται στην κυριολεξία από το κινητό της (σε μια αγχώδη ερμηνεία πολύ λεπτών αποχρώσεων) και πάει λέγοντας. Η προσωποποίηση της αδεξιότητας, πλάι στο πρότυπο της δεξιότατης business woman. Το σχεδόν κοριτσίστικο, παραπαίον, σύνολο της συμπεριφοράς της έρχεται σε ευθεία ρήξη με την άτεγκτη και αυταρχική λογική ενός θηλυκού αφεντικού: «αν δεν απολύσει αυτός, θα πρέπει να απολύσω εγώ».
toni-erdmann.jpg
  Για να συμβεί η έκρηξη της αποφόρτισης, είναι αναγκαίο να εμφανιστεί ο από μηχανής θεός, ο άνθρωπος που θα πυροδοτήσει το μηχανικό σύστημα. Και στην προκειμένη περίπτωση, αυτός δεν είναι ο οποιοσδήποτε «από μηχανής θεός», αλλά ο βιολογικός πατέρας που καταφθάνει ως σίφουνας για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
  Τι θα πει σίφουνας, όμως. Ένας πατέρας που εισβάλλει ως ταύρος εν υαλοπωλείω στην προσωπική ζωή της κόρης του, θυμίζοντας ζηλιάρη εραστή, είναι μεγάλη κουβέντα. Το όλο εγχείρημα, από τη φύση του, συνιστά ατόπημα. Περισσότερο ακραίο ακόμα και από το να εμφανιστεί κανείς μπροστά στην ετοιμοθάνατη μάνα του, φορώντας στο πρόσωπο μια μάσκα θανάτου και ξεφουρνίζοντάς της διάφορα ψέματα. Ο πατέρας της ιστορίας είναι ένας ειδικός των ατοπημάτων τα οποία, προκειμένου να πλασάρει όσο γίνεται με περισσότερο ανώδυνο τρόπο, οφείλει να μεταμφιέσει σε κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα (εφευρίσκοντας έναν άλλο εαυτό, έναν ανοικονόμητο σωσία ονόματι Τόνι Έρντμαν, σκανδαλοποιό και αινιγματικό ταραξία, επινοώντας έναν αδελφό ή παριστάνοντας τον πρέσβη ή το ανώτερο στέλεχος μιας εταιρείας κ.ο.κ). Με τον ίδιο τρόπο αναγκάζεται να διαφοροποιήσει, να τροποποιήσει, την εξωτερική του εικόνα, κάτι που θα ελαφρύνει την ενοχή της σκανταλιάς. Διάφορα φθηνά τρυκ επιστρατεύονται γι’ αυτές τις περιστάσεις. Εκτός από τη μάσκα, μπορεί να είναι μια ψεύτικη προγναθική οδοντοστοιχία, μια περούκα ή ακόμα και μια ολόκληρη στολή που παραπέμπει σε κάποιο έξω-φυσικό και έξω-κοσμικό ον, η πλέον αλλόκοτη ενδυμασία που θα μπορούσε να λειτουργήσει ακόμα και τρομοκρατικά. Παραδόξως, η εμφάνιση του μαλλιαρού όντος, ενός πιθηκάνθρωπου ή ενός ήρωα βγαλμένου από τον Πόλεμο των Άστρων (στην πραγματικότητα μια έθνικ μεταμφίεση, βουλγάρικης προέλευσης), δεν δημιουργεί την αναμενόμενη ταραχή (ένα ακόμα δείγμα του φλερτ της ταινίας με το σουρεαλιστικό) αλλά αντιθέτως, ο μπαμπούλας που έρχεται από το πουθενά για να επιθεωρήσει ή να ελέγξει τα πράγματα δεν είναι παρά μια εντελώς αβλαβής φιγούρα σε ένα πάρτι τσίτσιδων ανθρώπων ή σε ένα πάρκο με μικρά παιδιά. Προφανώς, πρόκειται για το τέλος των μεταμφιέσεων. Ο σαλτιμπάγκος μένει πλέον γυμνός, τόσο όσο και οι τσίτσιδοι καλεσμένοι στο κοκτέιλ πάρτι της κόρης του. Ένας εξαιρετικός ηθοποιός (Peter Simonischek), ο οποίος θα κλείσει με το χαρακτηριστικό, το αμασκάριστο, λαχάνιασμά του – μια έντονη υποψία γεροντικού άσθματος ή ανθρώπινης ανημπόριας και παραίτησης – , τούτο τον αλλόκοτο χορό μεταμφιεσμένων. Πατέρας και κόρη, αφού παραιτήθηκαν από τους προηγούμενους ρόλους τους, καταθέτοντας επιπλέον και τα όπλα, θα βρεθούν στην τελική σκηνή της ταινίας, σκηνή μιας κηδείας άλλωστε, αντιμέτωποι χωρίς μάσκες αλλά και χωρίς τελεσίδικες αποφάσεις και λύσεις. Η κατάσταση συνεχίζει να είναι ρευστή και εξαρτώμενη από διάφορους παράγοντες. Όπως και μέχρι τέλους, αλλά και μετά το τέλος της ιστορίας, αναπάντητο παραμένει και το ερώτημα πάνω στην πραγματική φύση, στην αληθινή ταυτότητα του επονομαζόμενου Τόνι Έρντμαν. Τελικά τι ήταν ακριβώς αυτό το μυστήριο ον; Ένας δόκτωρ Τζέκυλ ή ένας κύριος Χάιντ; Ένας μυστικοπαθής πλακατζής, ένας γέρο-ηδονοβλεψίας που καταφέρνει να χωθεί στο μυστικό σύμπαν της θυγατέρας του, ακόμα και μέσα στη γύμνια της (έστω και εν αγνοία του, άθελά του), παρασύροντάς την εν τέλει στον χορό του, ένας αγοραίος μάγος-ταχυδακτυλουργός ή ένας βαθύτατα μόνος άνθρωπος στο κατώφλι του θανάτου, φορέας αληθινής αγάπης, που ως μοναδικό στόχο είχε την έγνοια για το παιδί του; Το εξίσου ωραίο στην ταινία είναι πως μας δίνει την ευκαιρία να διαλέξουμε, τη δυνατότητα να το επιχειρήσουμε, έστω και αν των περισσότερων η προδιάθεση είναι υπέρ της τελευταίας εκδοχής. Ναι, είναι κάποιος που αγαπά πραγματικά την κόρη του, όμως μια αγάπη πατέρα, απέναντι στην κόρη του, μπορεί να περικλείει και αρκετό «φθόνο», όπως και μπόλικη «καταβροχθιστική» επιθυμία. Άρα, όλα είναι πιθανά.
  Αν η ταινία της Μάρεν Άντε δίνει την πολύ σωστή εντύπωση μιας επιτυχημένης και πρωτότυπης γλυκόπικρης κομεντί, με πολλά υπόγεια δραματικά στοιχεία, νομίζω πως αυτό οφείλεται ιδιαιτέρως στον τρόπο της φτιαξιάς της. Η ταινία είναι αφοπλιστικά άμεση και διαυγής, γνήσια μελαγχολική και αβίαστα αστεία. Σίγουρες αρετές. Κυρίως όμως, καταπώς πιστεύω, είναι τολμηρή στην αρχιτεκτονική της ολότητα. Ξεκινώντας, μας αφηγείται την ιστορία της νατουραλιστικά, ουδέτερα και αποστασιοποιημένα, σχεδόν άχρωμα κάποιες φορές, για να πάρει στη συνέχεια αναπάντεχη ενέργεια και να αυξήσει ταχύτητα, αρκετά συχνά σε υψηλούς τόνους, που απαιτούν πρόσθετη δεξιότητα και εμπειρία (νομίζω πως εδώ οι ηθοποιοί βοηθούν πολύ, και φέρνω ως παράδειγμα τη σκηνή του τραγουδιού της Ινές μπροστά στο πιάνο, σκηνή που μου θύμισε πολύ Κασαβέτη), για να εμπλουτισθεί με πλήθος χρωμάτων και ήχων, με πλούσια σωματικότητα (κατεξοχήν προσόν της), και να φορτισθεί με διάφορες εκλάμψεις του απρόβλεπτου, του παράξενου και του αλλόκοτου. Τα τελευταία χαρακτηριστικά δίνουν ένα περίεργο μεν, πολύ γοητευτικό μείγμα δε, αλλά και πολλές λύσεις-απαντήσεις στα ερωτηματικά που προκύπτουν ενίοτε. Κάτι που είναι μάλλον ασυνήθιστο στον σύγχρονο κινηματογράφο.

Η Μαρία Γαβαλά είναι σκηνοθέτις, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου.