του Jan Komasa
(μια συνέντευξη του σκηνοθέτη)
Το Corpus Christi είναι εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα. Ήταν απλώς μια ιδιαίτερη ιστορία;
Υπήρξε μια περίπτωση, που έδωσε και πηχυαίους τίτλους στην Πολωνία, ενός αγοριού που παρίστανε τον ιερέα για περίπου τρεις μήνες. Το όνομά του ήταν Patryk και μάλλον ήταν 19 χρονών τότε. Ο Mateusz Pacewicz, που έγραψε το σενάριο, έγραψε ένα άρθρο γι’ αυτό και έτσι προέκυψε ολόκληρη η ταινία. Αλλάξαμε το όνομά του και το κάναμε Daniel, αλλά οι χαρακτήρες είναι παρόμοιοι όπως και ο τρόπος με τον οποίον έφτασε στην κωμόπολη. Το αγόρι έκανε γάμους, βαπτίσεις και κηδείες. Τον γοήτευαν όλα αυτά και ήθελε πραγματικά να γίνει ιερέας. Οπότε βασίσαμε την ταινία στην ιστορία του, αλλά ο Mateusz πρόσθεσε το μέρος με το κέντρο κράτησης ανηλίκων και το ατύχημα που συγκλόνισε ολόκληρη τη μικρή πόλη, παρότι υπήρξαν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις που προσπάθησε να αντιμετωπίσει. Η όλη διαμάχη προήλθε από το γεγονός ότι αποδείχθηκε πολύ πιο αποτελεσματικός από τον προκάτοχό του. Αυτό είναι το θέμα – ήταν κάποιος εκτός Εκκλησίας που δεν ενδιαφερόταν πολύ για το επίσημο δόγμα και οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι με το έργο του! Αργότερα ορισμένοι αισθάνθηκαν προδομένοι, αλλά εκείνος κατάφερε να προσελκύσει πολλούς νέους πιστούς. Τέλος πάντων, ανάλογες περιπτώσεις αποκαλύπτονται κάθε χρόνο, και όχι μόνο στην Πολωνία – στην Ισπανία κάποιος έκανε τον ιερέα για πάνω από δώδεκα χρόνια! Το κάνουν για διάφορους λόγους. Πολύ συχνά προσπαθούν απλώς να κρυφτούν από το δικαστικό σύστημα και είναι πολύ πιο εύκολο να ξεγελάσουν μια μικρή κοινότητα που δεν ρωτάει πολλά.
Είναι ενδιαφέρον ότι ένας άνθρωπος χωρίς παραδοσιακή ιερατική εκπαίδευση αγγίζει πραγματικά τους ανθρώπους σε πολύ βαθύτερο επίπεδο. Τα κηρύγματα του Ντάνιελ στην ταινία είναι πολύ άμεσα και ειλικρινή – πώς τα αναπτύξατε;
Προκειμένου να αποφύγουμε να κάνουμε άλλη μία φαρσοκωμωδία τύπου Τρελές αδελφές [ταινία προσαρμοσμένη στη Whoopi Goldberg], έπρεπε να εξασφαλίσουμε ότι ο θεατής θα πιστέψει ότι αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν. Ήταν μεγάλη πρόκληση, τόσο για το σενάριο όσο και για τη σκηνοθεσία. Κάτι που μας βοήθησε ήταν ότι οι άνθρωποι πάντα τείνουν να συγχωρούν τους νέους – οι νεόκοποι ιερείς έχουν συχνά πολύ «ανατρεπτικές» ιδέες, προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σύγχρονη μουσική ή το τραγούδι. Θέλω να πω, υπάρχει ένας ιερέας στην Πολωνία που ραπάρει [γέλια]. Σε αυτό βασίστηκε το πρώτο μέρος της ταινίας – αυτοί οι άνθρωποι πραγματικά φαίνεται να αποδέχονται τις αδυναμίες του. Είναι ένας νεαρός με φρέσκια ματιά. Για να μην αναφέρω ότι ο Ντάνιελ, που δεν έχει περάσει χρόνια σε ιερατική σχολή και δεν έχει καμία πραγματική ανάμιξη με το θεσμό, μιλάει από την καρδιά του. Είναι το μόνο πράγμα που έχει. Πολλοί προσπαθούν να κάνουν κάτι τέτοιο και αποτυγχάνουν, αλλά εκείνος έχει τη «θεϊκή φλόγα» μέσα του. Ξαφνικά και παρορμητικά, μπορεί να βρει τα σωστά λόγια. Και αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά τη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής τους, χρειάζονται ακριβώς αυτό. Όταν ψάχναμε για τον κατάλληλο ηθοποιό ξέραμε ότι έπρεπε να είναι κάποιος που να αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, και ο Bartosz Bielenia το εκπέμπει. Επειδή ο Ντάνιελ δεν είναι συνηθισμένο αγόρι – είναι διαφορετικός.
Όπως αναφέρατε, το ίδιο το θέμα φέρνει αμέσως στο μυαλό πολλές κωμωδίες. Αλλά η ταινία σας είναι πολύ σκοτεινή, ειδικά οι σκηνές στο κέντρο κράτησης σε συνδυασμό με παραστατικές απεικονίσεις της βίας.
Νομίζω ότι ήταν θέμα οικονομίας της αφήγησης – αν έχεις μόνο λίγα λεπτά για να δείξεις κάποια πράγματα, πρέπει να προκαλέσεις δυνατή εντύπωση. Εάν κάνεις τους θεατές να νιώσουν άβολα, να μορφάσουν, μάλλον θα θυμούνται αυτό το συναίσθημα. Και όταν αυτό το ταλαιπωρημένο αγόρι ξαφνικά αρχίζει να ψάλλει με αγγελική φωνή, υπάρχει μια εντελώς διαφορετική ενέργεια. Αποφάσισα να κάνω αυτές τις σκηνές ακόμα πιο βίαιες – ακριβώς για να τονίσω την αντίθεση. Από τη στιγμή που ξέρεις τι έχει περάσει, μόλις βρίσκεται επικεφαλής μιας πομπής ή μιλάει στους ανθρώπους αρχίζεις να πιάνεις κάποια λόγια του. Αρχίζουν να έχουν εντελώς διαφορετικό νόημα, γιατί ξέρουμε τι κρύβεται από πίσω τους. Όταν λέει στους ανθρώπους ότι η Βασιλεία των Ουρανών βρίσκεται επί της γης, ξέρουμε ότι για εκείνον δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Πρέπει να το πιστέψει – αλλιώς μπορεί άνετα να αυτοκτονήσει, γιατί στα μάτια της κοινωνίας πάει, τελείωσε. Μου θυμίζει τον «Γιο» των αδελφών Dardenne, μια άλλη ιστορία για κάποιον που έκανε κάτι φοβερό σε πολύ νεαρή ηλικία, κάτι που τον στιγματίζει για την υπόλοιπη ζωή του. Το τραγικό είναι πως μιλάμε για διάπραξη εγκλήματος χωρίς να κατανοούμε πλήρως τις συνέπειες αυτού – κάπως σαν να παίρνεις ενυπόθηκο δάνειο διάρκειας 50 ετών ενώ είσαι ανήλικος. Για τον Ντάνιελ, η πνευματική καθοδήγηση είναι το μόνο αγνό πράγμα που έχει απομείνει στη ζωή του. Βλέπω τις ενέργειές του ως απεγνωσμένη προσπάθεια να πει στον κόσμο τι θα έκανε αν του δινόταν δεύτερη ευκαιρία. Αίφνης, αυτή η ταινία τελικά αφορά την ώρα που κοιτάζουμε τα χαρτιά που μας μοίρασαν, ακόμα και όταν το μοίρασμα μοιάζει πολύ άδικο. Γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να είναι κωμωδία.
Το παρελθόν του Ντάνιελ κάνει το Corpus Christi μια μάλλον ασυνήθιστη ιστορία ενηλικίωσης. Δεν αφορά την προσπάθεια να βρει τον εαυτό του, αφού ήδη γνωρίζει ποιος είναι. Αλλά του έχουν αρνηθεί το μέλλον του.
Όταν κάνεις μια ταινία, πρέπει να γνωρίσεις τον πρωταγωνιστή σου. Μας πήρε πολύ καιρό η εξής διερώτηση: Αν ο Ντάνιελ δεν είχε διαπράξει έγκλημα, θα τον είχε ποτέ γοητεύσει η Εκκλησία; Μπορώ εύκολα να φανταστώ πως όχι. Βρήκα ενδιαφέρουσα τη σκέψη ότι η Εκκλησία είναι κάτι στο οποίο προσκολλάται επειδή τίποτα άλλο δεν έχει νόημα πια. Και όταν δεν υπάρχει τίποτα και όλα είναι εναντίον σου, τι απομένει; Η πίστη. Οι άνθρωποι με διαταραγμένο παρελθόν και βεβαρυμένη συνείδηση πολύ συχνά στρέφονται στη θρησκεία.
Ειδικά όταν είναι μόνοι. Καθένας από τους χαρακτήρες σας μοιάζει να ζει απομονωμένος και συναντιούνται μόνο στο παρεκκλήσι για να μνημονεύσουν τα παιδιά τους. Πιστεύετε ότι η ταινία σας είναι μια ταινία και για τη μοναξιά;
Το αυτοσχέδιο παρεκκλήσι είναι ένας κοινός χώρος, που βοηθά τον Ντάνιελ να προσεγγίσει αυτούς τους ανθρώπους. Όσο παριστάνει τον ιερέα, κάνει πολλά για την τοπική κοινωνία. Αλλά αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε μόνο στο ατύχημα καθώς συνδέεται με τη δική του εμπειρία. Ο θάνατος που προκάλεσε, αν και είναι μυστικό, γίνεται μέρος της αποστολής του και κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσει. Ξέρει πώς είναι, και έτσι, όταν βλέπει αυτούς τους ανθρώπους να πενθούν, ξέρει πως για να θεραπευτούν πρέπει να αντιμετωπίσουν τον πόνο τους. Και αυτό τους δίνει – είναι η μεγάλη του προσφορά. Τους λέει: «Μην προσποιείστε ότι δεν είστε οργισμένοι, ότι δεν χάσατε κάτι από τη ζωή σας. Μην προσποιείστε ότι καταλαβαίνετε το γιατί». Αλλά η ιδέα που έχει εκείνος για το πένθος είναι εντελώς διαφορετική, κι αυτό είναι που προκαλεί τη σύγκρουση, γιατί αυτή η μικρή πόλη είναι σαν ανοιχτή πληγή που συνεχίζει να αιμορραγεί. Στην Πολωνία γνωρίζουμε ότι για ορισμένους πένθος σημαίνει μόνο να τιμάς τη μνήμη κάποιου. Αυτό είναι που φαίνεται να διδάσκει η Εκκλησία, και η καταστροφή του Σμολένσκ [το αεροπορικό δυστύχημα στη Ρωσία το 2010 όπου σκοτώθηκαν και οι 96 επιβαίνοντες, συμπεριλαμβανομένων του προέδρου Lech Kaczyński και της συζύγου του Maria] το απέδειξε μετά βεβαιότητος. Η γυναίκα που είναι υπεύθυνη γι’ αυτό το παρεκκλήσι το χρησιμοποιεί για να ελέγξει τους άλλους. Είναι ισχυρότερη από τον ιερέα, και ίσως γι’ αυτό εκείνος δεν μπορεί να χειριστεί πλέον την κατάσταση. Ο ιερέας θέλει να αναλάβει τη θέση το αγόρι. Θέλαμε να δείξουμε το μυαλό ενός φανατικού, καθώς δεν μιλάμε για μυστηριώδη ασθένεια από την οποία πάσχουν ενίοτε οι άνθρωποι. Ο καθένας μπορεί να γίνει φανατικός.
Θα λέγατε ότι αυτή η αδυναμία να προχωρήσουμε είναι εγγενές πολωνικό χαρακτηριστικό ή σχετίζεται με τη θρησκεία;
Δεν ξέρω αν είναι κάτι συγκεκριμένο στην Πολωνία, παρότι είναι βεβαίως πολύ κοινό. Είμαστε βαθιά βυθισμένοι σε αυτό το είδος της αφήγησης, μας αρέσει να δείχνουμε τις ουλές μας. Αυτό μας κατευθύνει και μας δίνει την ταυτότητά μας, γιατί κανείς δεν μπορεί να του αντιταχθεί. Θα φανεί άκαρδος προδότης. Τούτου λεχθέντος, το Δαμάζοντας τα κύματα του Lars von Trier έχει μια παρόμοια ιστορία, για μια μικρή κοινότητα στην οποία η Εκκλησία έχει έντονη παρουσία, και για το ένα εκείνο άτομο [η Bess McNeill την οποία έπαιξε η Emily Watson] που τολμά να κάνει κάτι διαφορετικό. Κυρίως λόγω έρωτα, τουλάχιστον σύμφωνα με τον von Trier, καθώς λίγο-πολύ την αγιοποίησε στο τέλος. Δεν θέλω να εκληφθεί η ταινία μου ως μία ακόμη προσέγγιση στον ταλαιπωρημένο πολωνικό μας Καθολικισμό – πραγματικά προτιμώ να τη θεωρώ προτεσταντική ταινία. Ας πούμε, για μια μικρή κοινότητα στη Σκανδιναβία και τη σύγκρουση με τον πουριτανικό τρόπο σκέψης, που προσφέρει παρηγοριά σε ανθρώπους οι οποίοι δυσκολεύονται να βρουν τη θέση τους στον σύγχρονο κόσμο.
Στο Δαμάζοντας τα κύματα, ο χαρακτήρας της Emily Watson αντιμετώπισε την άμεση απόρριψη, αλλά ο Ντάνιελ είναι ευπρόσδεκτος στην κοινότητα. Δεν τον δείχνετε καν να μαθαίνει να ιερουργεί, εκτός από μία σκηνή όπου προσπαθεί να γκουγκλάρει «πώς γίνεται η εξομολόγηση». Γιατί;
Δεν ήθελα να χάσω το χρόνο μου. Μπορεί να είναι ενδιαφέρον, αλλά αυτή η ταινία δεν είχα σκοπό να χρησιμεύσει ως εγχειρίδιο εξαπάτησης αθώων. Αντ’ αυτού, ήθελα να εντρυφήσω στη στιγμή που ο Ντάνιελ φέρνει τη συμφιλίωση σε αυτήν τη βασανισμένη κωμόπολη και θυσιάζεται στην πορεία. Ήθελα να φτάσω σε αυτό το σημείο το συντομότερο δυνατό, γιατί εκεί είναι που αρχίζει το πραγματικό του έργο και βλέπουμε όλη την υποκρισία αυτών των υποτιθέμενων πολύ θρησκευόμενων ανθρώπων. Μπορείς να προσπαθήσεις να τους βοηθήσεις όσο θέλεις, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα σε διώξουν. Ή θα διαλέξεις να φύγεις από μόνος σου.
Ο Ντάνιελ δεν έχει καν την ευκαιρία να δει τι έχει επιτύχει. Η μεγαλύτερη αλλαγή επέρχεται όταν δεν στέκεται πλέον μπροστά στην Αγία Τράπεζα.
Ίσως γι’ αυτό η ταινία μου κλείνει με έναν κάπως μοιρολατρικό τόνο. Το πρόσωπο που έχει κάνει τα περισσότερα γι’ αυτή την κοινότητα είναι και το πρόσωπο που δεν λαμβάνει καμία ικανοποίηση. Ο Ντάνιελ είχε την ευκαιρία, αλλά επέλεξε να κάνει κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ αργή αυτοχειρία. Είναι τραγικό, ναι, αλλά και όμορφο, γιατί πραγματικά κατάφερε να επιτύχει κάτι. Ο Λεβιάθαν του Andrey Zvyagintsev χρησίμευσε ως ένα κάποιο σημείο αναφοράς, αλλά προσπάθησα να προσθέσω λίγη ελαφρότητα στην απαισιοδοξία του. Κυρίως διότι ανεξάρτητα απ’ ό,τι έχει συμβεί, αυτοί οι άνθρωποι βρίσκουν ακόμα τη δύναμη να υποδεχτούν άλλο ένα πρόβατο στο κοπάδι τους. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, ήταν και ο τίτλος εργασίας της ταινίας. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ακριβώς μια μεγάλη πράξη συγχώρεσης – είναι κάτι περισσότερο από σιωπηλή αποδοχή. Το αποκαλούσαμε μεταξύ μας, ίσως λίγο ειρωνικά, το «θαύμα της συμφιλίωσης».
(συνέντευξη του Jan Komasa στην Marta Bałaga. πηγή σημειώσεις για τη παραγωγή)