(Στα βήματα του Μπρους Τσάτουιν)
του Werner Herzog 
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_nomad.jpg

Απ’ όλους τους σκηνοθέτες του κόσμου δεν υπάρχει κανείς που να έχει προορισμό το ταξίδι περισσότερο απ’ τον Βέρνερ Χέρτσογκ. Απ’ τα 19 του, που άρχισε να κάνει σινεμά αυτοδίδακτος και μέχρι σήμερα, αρκετές δεκαετίες και εβδομήντα περίπου ταινίες μετά, θρύλος πια και κατηγορία από μόνος του,συνεχίζει με το ίδιο πείσμα και πάθος να θολώνει τα διαχωριστικά των ειδών και να σπρώχνει τα όρια του βλέμματος, παραμερίζοντας όπου υπάρχει ανάγκη το πραγματικό και σκάβοντας την επιφάνεια, για να φέρει στο φως κρυμμένα μυστικά κι «εκστατικές αλήθειες» της ψυχής, δείχνοντας μας κάθε φορά κι από άλλη σκοπιά πόσο κοντά μπορεί να πλησιάσει κανείς τη γκρίζα αρκούδα της ζωής χωρίς αυτή  να τον κατασπαράξει.
Στα βήματα του Μπρους Τσάτουιν ο Χέρτσογκ ακολουθεί τα ίχνη της διαδρομής μιας αδελφής ψυχής, του Άγγλου μυθιστοριογράφου και ταξιδιωτικού συγγραφέα, Μπρους Τσάτουιν, που υπήρξε πηγή έμπνευσης, σημείο αναφοράς, συνεργάτης και πολυαγαπημένος του φίλος. Περιηγητής και ταξιδευτής κι ο ίδιος, ο Τσάτουιν δεν ήταν από εκείνους που υμνούν την κυκλικότητα του ταξιδιού, αλλά από τους άλλους, τους λιγοστούς εναπομείναντες απόγονους των αρχαίων νομάδων, που έχουν στη φλέβα τους την μετακίνηση και τραβάνε συνεχώς μπροστά, περιδιαβαίνοντας τη γη, για να βρούνε τη ρίζα του μυθικού και να την μετατρέψουν με την τέχνη τους σε ταξίδια του μυαλού και σε εσωτερικά, λαξεμένα απ’ την ψυχή, τοπία.
Η ταινία, χωρισμένη σε 8 κεφάλαια, που συχνά έχουν τίτλους από βιβλία του Τσάτουιν, ξεκινά με την παιδική ανάμνηση του μυθικού δέρματος που χάθηκε,και καταλήγει με τα γεμάτα ειλικρίνεια κι αγάπη σχόλια της γυναίκας του και τις αναφορές στην τέφρα του που βρίσκεται θαμμένη κάπου στη Μάνη. Από την Παταγονία ως την Αυστραλία κι από την Χιλή ως τα Μαύρα Βουνά της Ουαλίας, ο Χέρτσογκ ιχνηλατεί τις «μιάμιση αλήθειες» του Τσάτουιν, τη μεταξύ τους σχέση και τις επιρροές που του άφησε, μας παρουσιάζει μαρτυρίες κοντινών του ανθρώπων, του βιογράφου του, αλλά και των αγαπημένων του Αβορίγινων, εναλλάσσει εικόνες προϊστορικών μνημείων, αρχαίων ναών, ιπτάμενων χταποδιών και πλοίων που δεν έφτασαν στον προορισμό τους, με προσωπικές αναμνήσεις, σκηνές ταινιών και αρχειακό υλικό και πάνω απ’ όλα με τα μονοπάτια των τραγουδιών που έφερναν την ψυχή του εκεί που επιθυμούσε.
Ο Χέρτσογκ, διατρέχει με την κάμερά του το χώρο, το χρόνο και τις εποχές, συλλαμβάνοντας με εικόνες και ήχους,κάτι απ’ τη μυθολογική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, σ’ αυτό το συναρπαστικό πορτρέτο της εσωτερικής πραγματικότητας ενός καλλιτέχνη, χωρίς, ωστόσο, να αγνοεί ποτέ το πραγματικό και μένοντας πάντα συγκεκριμένος, κάτι που καθιστά και το ντοκιμαντέρ πολύ ευκολοθέατο παρά το πολυεπίπεδο της κατασκευής του, έτσι όπως ο Χέρτσογκ κάνει τις ερωτήσεις που πρέπει και εμμένει στις λεπτομέρειες όπου χρειάζεται,κρατώντας περισσότερη ώρα μπροστά στα μάτια μας αυτά που πρέπει να δούμε πιο καθαρά,θυμίζοντάς μας με την τραχύτητα που κρύβεται πίσω απ’ το ορατό των εικόνων του, το πεπερασμένο του χρόνου και τη θνητότητα, αφήνοντας μας, όμως την ελπίδα πως η δυνατότητα για συνέχεια είναι εφικτή και βρίσκεται ακριβώς εκεί, στις κοινές διαδρομές της συλλογικής, ανθρώπινης μνήμης.
Η υπέροχη σκηνή με τον Αβορίγινα και το κλαδί που καταλήγει να γίνει αέρας, συμπυκνώνει την ψυχή του εξαιρετικού αυτού ντοκιμαντέρ, αλλά και του «συλλογικού ονείρου» που φιλοδοξεί να είναι κάθε ταινία, κατά τον Χέρτσογκ, έτσι ώστε να μένει μαζί μας ακόμα κι όταν χάνεται, σαν το σακίδιο που του κληροδότησε ο Τσάτουιν και να γίνεται μέρος της προσωπικής μας μυθολογίας, όχι για να μας σώσει, αλλά για να μας συντροφεύει παντοτινά, στο μέτρο που θ’ αποφασίσουμε κι εμείς να περιδιαβούμε με τη σειρά μας τον κόσμο.