(Η γη των φαντασμάτων)
του Simon Stadler
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Μετά από 25.000 χρόνια ζωής στην έρημο Καλαχάρι, στη Ναμίμπια, οι Τζου/Χοανσί, οι «άνθρωποι των θάμνων» και πιο αρχαία φυλή του πλανήτη μας, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια απρόσμενη πρόκληση: τους λευκούς και το σύγχρονο πολιτισμό τους. Η απαγόρευση κυνηγιού που έχει επιβληθεί στη φυλή τα τελευταία χρόνια μετατρέπει σιγά-σιγά τα «χλωμά φαντάσματα» σε βασική πηγή εισοδήματος και στήριξης για τους Τζου/Χοανσί, που αναπολούν με νοσταλγία τους παλιούς καιρούς, αλλά αναζητούν καινούργιους τρόπους για να επιζήσουν. Τα μέλη της φυλής αντιμετωπίζουν με υπομονή, χιούμορ κι εξαίσια σκωπτική διάθεση τους «σωτήρες» τους κάνοντας μερικές πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις για τις συνήθειες των λευκών και τον ακατανόητο τρόπο ζωής τους. Τι θα κάνουν άραγε οι εύστροφοι και καλοπροαίρετοι Τζου/Χοανσί τώρα που εκτός απ’ τους τουρίστες που χοροπηδάνε εκστασιασμένοι γύρω τους έχουν να αντιμετωπίσουν και τις καλές προθέσεις οργανώσεων που θέλουν να τους «εκπολιτίσουν» με εκδρομές και αεροπορικά ταξίδια σ’ άλλες χώρες;
Στη Γη των φαντασμάτων, ο σκηνοθέτης και ανθρωπολόγος Ζίμον Στάντλερ, παρακολουθεί με την κάμερά του για πάνω από ένα χρόνο τους Τζου/Χοανσί καθώς προσπαθούν να επιβιώσουν διατηρώντας την ταυτότητα και τις παραδόσεις τους, τους ακολουθεί στην πρώτη τους εκδρομή και στην γνωριμία τους με την φυλή των Χίμπας, αλλά και στο ταξίδι τους στο εξωτερικό για να γίνουν «εκπαιδευτές» σε πρόγραμμα πολιτιστικής επιμόρφωσης. Ο σκηνοθέτης δεν παρεμβαίνει, ούτε εμφανίζεται στο φακό, κάνει, όμως κάποια μέλη «πρωταγωνιστές» και παίρνει σύντομες συνεντεύξεις, προσεγγίζοντας πάντα το θέμα από την «σκοπιά του ιθαγενούς» όπως έλεγαν κι εκείνα τα παλιά εγχειρίδια για το Νανούκ του Βορρά του Φλάχερτι και για το τι συνιστά εθνογραφική ταινία.
Η παρατήρηση στην ταινία είναι πολυεπίπεδη καθώς βλέπουμε τους Τζου/Χοανσί να γίνονται αντικείμενο παρατήρησης και μετά να γίνονται τουρίστες-παρατηρητές κι οι ίδιοι, η σκηνοθεσία, όμως, ταυτίζεται με την οπτική της φυλής που επενδύει τους λευκούς ως ξένους Άλλους, αρχικά με φαντασιακές ιδιότητες -ως φαντάσματα δυνητικά επικίνδυνα- και σιγά-σιγά με κρίσεις που μπορεί να εκφέρονται αστεία, αλλά είναι πολύ καίριες. Ταυτόχρονα, η εικόνα υποδηλώνει μια ακόμα σοβαρότερη πραγματικότητα, τον τρόπο που ο λευκός Άλλος, μέσα από όλες του τις ιδιότητες, στοιχειώνει όλο και περισσότερο το ζωτικό χώρο της φυλής, καθυποτάσσοντάς την σε ξένους προς αυτή κανόνες και περιορίζοντάς την με πρόσχημα τον πολιτισμό, ενόσω με το άλλο χέρι προσφέρει «ευκαιρίες» και τρόπους επανόρθωσης, που δεν θ’ αλλάξουν βέβαια την κατανομή της εξουσίας που έχουν ήδη απωλέσει οι Τζου/Χοανσί. Με τον τρόπο αυτό, «γη των φαντασμάτων» δεν είναι μόνο εκείνη των λευκών, όπως νομίζουν οι Τζου/Χοανσί, αλλά κινδυνεύει να γίνει κι η δική τους, αφού ο πολιτισμός των λευκών, τους στερεί με τις παρεμβάσεις του την ίδια την ουσία της συλλογικής τους ύπαρξης χωρίς να τους προτείνει άλλη εναλλακτική απ’ το να υποβιβαστούν σε τουριστικό αξιοθέατο, να εξαφανιστούν, ή να ενσωματωθούν ως υποδεέστεροι Άλλοι.
Το χιούμορ της ταινίας, είναι ο τρόπος του Στάντλερ να μας δελεάσει να κοιτάξουμε από πιο κοντά τον καθρέφτη που στρέφει κατά πάνω μας, έτσι όπως μέσα από τα αστεία των Τζου/Χοανσί θα μπορέσουμε να κρίνουμε τους εαυτούς μας με μεγαλύτερη επιείκεια, χωρίς να αποφύγουμε βέβαια το αναπόφευκτο συμπέρασμα πως η αρχική σκέψη των μελών της φυλής να το βάλουν στα πόδια μόλις είδαν πρώτη φορά τους λευκούς ίσως να μην ήταν και ιδιαίτερα λάθος.
Βραβεία
Βραβείο Hessischer Filmpreis 2016
Βραβείο Κοινού – SXSW
Βραβείο Κοινού – Lichter FilmFestival 2016