(Mr Bachmann and His Class)
της Maria Speth
Στο ξεκίνημα μιας γκρίζας χειμωνιάτικης μέρας, ένα λεωφορείο της γραμμής αφήνει τους πρώτους μαθητές έξω από το σχολείο μιας γερμανικής κωμόπολης. Πριν καλά καλά ξημερώσει, παιδιά ηλικίας 12 έως 14 ετών θα καταλάβουν αργά και νυσταγμένα τις θέσεις τους στην αίθουσα. Είναι η τάξη 6b του κυρίου Bachmann, μια διαπολιτισμική-προπαρασκευαστική τάξη του Georg-Büchner-Gesamtschule, που αντικατοπτρίζει την πληθυσμιακή σύνθεση της βιομηχανικής πόλης Stadtallendorf, στην καρδιά του κρατιδίου της Έσσης. Από το σημείο αυτό και για τα επόμενα 217 λεπτά γινόμαστε καθημερινοί επισκέπτες της, μάρτυρες μιας εναλλακτικής στρατηγικής διδασκαλίας, αλλά κυρίως της ιδιαίτερης διαπροσωπικής σχέσης που δημιουργεί ο Dieter Bachmann με τους μαθητές του. Μέσα από τη διακριτική και υπομονετική καταγραφή μιας σχολικής πραγματικότητας που απλώνεται χρονικά έως το τέλος της σχολικής χρονιάς (ένα διάστημα έξι μηνών), η Speth καταθέτει όχι μόνο το πορτρέτο ενός εμπνευσμένου δασκάλου και της τάξης του, αλλά και ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ παρατήρησης.
Κινούμενη σε έναν χώρο με τον οποίο είναι εξοικειωμένη, αυτόν της εφηβικής ηλικίας(το προηγούμενο ντοκιμαντέρ της « 9 Leben» είχε ως πρωταγωνιστές νεαρά παιδιά διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων που ζούσαν στο δρόμο) επιλέγει αυτή τη φορά να στήσει την κάμερά της όχι σε ένα ψυχρό και απρόσωπο στούντιο αλλά σε μια γεμάτη ζωή και εντάσεις σχολική αίθουσα. Και μπορεί ο 65χρονος Bachmann να ήταν η πηγή έμπνευσης και η ψυχή του συγκεκριμένου μακρόχρονου project, οι μικροί ήρωες ωστόσο- παιδιά μεταναστών προερχόμενων από εννιά διαφορετικές χώρες- έρχονται και αυτοί στο προσκήνιο, ενώ η τάξη τους λειτουργεί εδώ και ως καθρέφτης της πόλης αλλά και της ίδιας της χώρας που τα φιλοξενεί.
Αλλά τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον κύριο Bachmann και την τάξη του; Σίγουρα όχι μόνο το σκουφάκι του ή το AC/DC μπλουζάκι του. Ούτε απλά η αντισυμβατική του στάση απέναντι στις νόρμες της πολιτικής ορθότητας. Το γεγονός ότι αφήνει αρκετές φορές το βιβλίο για να πιάσει την κιθάρα ή επιτρέπει στα παιδιά να πάρουν έναν υπνάκο όταν είναι κουρασμένα, είναι απλά στιγμές που φωτίζουν την προσωπικότητά του, ακριβώς όπως και η γλυκύτητα της φωνής του, η ειλικρίνεια και το ανεπιτήδευτο του χαρακτήρα του. Σίγουρα είναι αξιοθαύμαστοι και οι αριστοτεχνικοί χειρισμοί του,- ενίοτε και η αυστηρότητα- στο θέμα της μετάδοσης των γνώσεων, ειδικότερα της κατάκτησης της γερμανικής γλώσσας. Ό,τι ωστόσο τον διαφοροποιεί δεν είναι παρά ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τα παιδιά και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί στην τάξη. Προκαλώντας, ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή τους προσπαθεί να αναπτύξει πτυχές της προσωπικότητάς τους (όλοι είναι ικανοί σε κάτι), να τους εμφυσήσει στάσεις και αξίες ζωής, να τους απαλλάξει από φόβους και προκαταλήψεις (ομοφοβία, σεξισμό). Στην τάξη του ο σεβασμός, η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση δεν είναι έννοιες κενές, αλλά εφαρμόζονται έμπρακτα κάθε μέρα, ακόμα και όταν συναντούν ενστάσεις. Στην πραγματικότητα το ντοκιμαντέρ της Speth παρακολουθεί, με την ίδια συνειδητή χαλαρότητα και υπομονή που επιδεικνύει και ο κύριος Bachmann, μια σειρά διαλόγων και δράσεων που εξελίσσονται μέσα σε ένα εκρηκτικό συχνά πεδίο, ξεκινούν από τον ίδιο και τείνουν να διαμορφώσουν ένα είδος ολοκληρωμένης προσωπικής ταυτότητας σε παιδιά που λόγω της καταγωγής τους κινδυνεύουν να οδηγηθούν στον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση.
Όταν η κάμερα της Speth κινείται εκτός τάξης, επιλέγει να κινηματογραφήσει συζητήσεις του κυρίου Bachmann με γονείς, σύντομες συναντήσεις του με συναδέλφους ή με κάποιον φίλο του γλύπτη, στο πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής εκδρομής. Πρόκειται για σκηνές που μπορεί να φωτίζουν τον πρωταγωνιστή και τους προβληματισμούς του γύρω από το εκπαιδευτικό σύστημα, προδίδουν ωστόσο μία σκηνοθετική διαμεσολάβηση, κάτι που δεν παρατηρείται μέσα στην τάξη, εκεί όπου πραγματικά η κάμερα είναι αόρατη. Καίρια είναι ωστόσο τα πλάνα της πόλης που δίνει σποραδικά η σκηνοθέτρια, εικόνες που πλαισιώνουν και νοηματοδοτούν το ίδιο το ντοκιμαντέρ. Οι πύλες και οι καπνοδόχοι των εργοστασίων του Stadtallendorf , τα συγκροτήματα εργατικών κατοικιών από τη μια, οι κατάφυτοι λόφοι του παλιού γερμανικού χωριού από την άλλη. Οι εικόνες αυτές συνδιαλέγονται με το μάθημα τοπικής ιστορίας που παρακολουθούν κάποια στιγμή οι μαθητές: Η πόλη στην οποία ζουν τώρα με τους γονείς τους ακολουθεί μια παράδοση χρόνων: Υπήρξε ο μεγαλύτερος σταθμός παραγωγής όπλων του Τρίτου Ράιχ, τόπος καταναγκαστικής εργασίας και στρατόπεδο συγκέντρωσης στη διάρκεια του πολέμου, βιομηχανικό κέντρο με εργατικό δυναμικό κυρίως από Gastarbeiter, κατά τη διάρκεια του μεταπολεμικού γερμανικού οικονομικού θαύματος. Μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον η μικρή πόλη του Stadtallendorf διέθετε πάντα πλούσιο μεταναστευτικό παρελθόν και η τάξη του κυρίου Bachmann ακόμα το επιβεβαιώνει.
Η ταινία της Speth δεν είναι ωστόσο ένα ντοκιμαντέρ για τη μετανάστευση, ούτε για την εκπαιδευτική πολιτική της Γερμανίας, αλλά για έναν γεμάτο ανθρωπιά αντικομφορμιστή δάσκαλο, λίγο πριν τη σύνταξη, που αφιέρωσε τα τελευταία 17 χρόνια σε μια δουλειά που του άρεζε, γιατί δεν ήταν ποτέ μόνος. Το ντοκιμαντέρ εστιάζει σε αυτόν και στους μαθητές/τριες του, που τον αποχαιρετούν συγκινητικά στο τέλος. Ένα απλό στη μορφή του ντοκιμαντέρ, ευρύ στην παρατήρηση, πλούσιο σε υλικό, υπαινιγμούς και νοήματα, βαθύτατα αληθινό και ελπιδοφόρο.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου