(Θυσία)
του Andrei Tarkovsky
(κριτική:Σωτήρης Ζήκος)
Στην αρχή ήταν ο λόγος και ο λόγος ήταν προς το Θεό. Ο άνθρωπος μόνος σε έναν απέραντο κόσμο αντιμέτωπος με τον άλλο του εαυτό. Η ύπαρξη του δέσμια μιας μεγάλης ευθύνης, που κάποτε τον εξυψώνει στον ουρανό και κάποτε τον συντρίβει σαν το πιο ταπεινό ή το πιο τιποτένιο πλάσμα τούτου του κόσμου.
Η ζωή μας ανήκει, όπως και της ανήκουμε, και είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι καλό ή κακό, τερατώδες ή θαυμαστό, πρόκειται να μας συμβεί. Κι αν η Αποκάλυψη είναι να έρθει, με τη μορφή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος ή κάποια άλλη καταστροφή, μια πράξη αυτο-θυσίας δεν είναι ανώφελη, είναι μια πράξη αναγέννησης, η αναζήτηση μιας καινούριας αρχής που θα αποτρέψει το ολέθριο τέλος -του νοήματος της ζωής.
«Γιατί πατέρα;» αναρωτιέται το παιδί με το άσπρο καπέλο καταμεσίς στο τοπίο μιας παρθένας και άγονης γης. Και η απάντηση είναι η εξής: «Αν κάθε πρωί ποτίζουμε ένα ξεραμένο δέντρο, είναι σίγουρο ότι θα'ρθει μια μέρα που αυτό το δέντρο θα πρασινίσει και θα γεμίσει λουλούδια».
Και αυτή ήταν, ίσως, πάντα η απάντηση από την πρώτη μέρα της γέννησης του ανθρώπου, απλή, αποκαλυπτική, ρητά ή υπόρητα ενσαρκωμένη σε κάθε πράξη δημιουργίας. Όπως αυτή η ταινία!
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι, έχοντας ήδη αναχωρήσει για αλλού, ξαναγονιμοποιεί μέσα από την απελπισία του και μοναδική αφοσίωση στις ανθρώπινες και αισθητικές του αξίες, την ελπίδα, ολοκληρώνοντας το τελευταίο του έργο ενάντια στη ματαιότητα των πραγμάτων, τη σκοτεινή και ανάποδη προοπτική του θανάτου, που ξεγυμνώνει τρομακτικά την α-νόητη ύπαρξη που μέχρι την τελευταία στιγμή αγωνίζεται, προσπαθεί, αντιστέκεται, ονειρεύεται, αγαπάει και ελπίζει!
Πρόκειται για μια προτροπή που την προκαλεί η ίδια η ομορφιά των εικόνων μέσα από τις ρωγμές του νοήματος και η ροή αυτών των εικόνων: η απάτητη χλόη της γης, η γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας, το σπίτι στο δάσος, το δέντρο με το παιδί που ατενίζει την κορυφή του, το κρυστάλλινο ποτήρι, το αυγό και τα χειρόγραφα δεμένα με μαύρη κορδέλα, το λευκό πορσελάνινο κανάτι, οι εραστές του ονείρου στο κρεβάτι που περιστρέφεται και υπερυψώνεται, το γυμνό κορίτσι στο διάδρομο, το παιδί που κοιμάται στην αιώρα του ήλιου, η φωτιά στο τέλος που πυρπολεί το οικοδόμημα μιας ζωής (οικογένεια – αναμνήσεις – καταφύγιο – ασφάλεια), επιτρέποντας με αυτή τη θυσία κάτι καινούριο, άγνωστο και απροσδιόριστο ακόμα, να γεννηθεί... για να μπορέσει να έρθει επιτέλους μια άλλη εποχή ελπίδας, πίστης και κατανόησης.
Είναι η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο -και μετά από αυτό, τίποτα άλλο, προς το παρόν, δεν μπορεί να ειπωθεί.