του Francis Lee
(σχόλιο του Σωτήρη Ζήκου)
Αν υπάρχει κάτι ξεχωριστό σε αυτήν την παραγωγή και ιδιαιτέρως ως ταινία εποχής, είναι η επεξεργασία της ηχητικής μπάντας, το πώς ακούγονται τα κύματα της θάλασσας (ακόμη και μέσα στο σπίτι), τα κρωξίματα των πουλιών, τα τριξίματα των ξύλων που καίγονται, τα σκαλίσματα της πέτρας με εργαλεία, τα αρπίσματα της βροχής, το σύρσιμο της γραφίδας πάνω στο χαρτί, τα κουδουνίσματα όταν πόρτα του μαγαζιού ανοίγει, τα βήματα στα ξύλινα πατώματα και τα πλακόστρωτα, οι ψίθυροι που ανταλλάσουν οι δύο πρωταγωνίστριες όταν συνομιλούν κι αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο τι λένε αλλά οι ανάσες με τις οποίες εκφέρουν τα λόγια τους και πώς όλο αυτό το πέπλο των αλλεπάλληλων ήχων τον σκίζει σαν ύφασμα κάποια στιγμή δραματικής έντασης η μουσική που παίζεται από κάποια όργανα.
Κι εκεί που το πράγμα κυλάει με τους ρυθμούς που ταιριάζουν σε εκείνη την εποχή, έρχεται η σκηνή της πρώτης ερωτικής επαφής των δύο γυναικών που αμέσως καταλήγει σε στοματικό σεξ με τη φούστα σηκωμένη, που θα μπορούσε να ήταν ξεπατικωμένη από αναπαράσταση Vintage πορνό, ένας απόλυτος αναχρονισμός για εκείνη την εποχή που ακόμη και τα στρέιτ μνηστευμένα ζευγάρια αρκούνταν για πολύ καιρό σε κάποιες αγκαλιές και φιλιά πριν προχωρήσουν παρακάτω. Ούτε στη σύγχρονη (και “προχώ”) ταινία Η Ζωή της Αντέλ του 2013 δεν είχαμε τέτοιο "άλμα" με την πρώτη φορά, πόσο μάλλον σε ένα περιβάλλον συντηρητικών ηθών στη Βρετανία το 1840! Εντάξει, είπαμε να βάζουμε κάτι που είναι μοδάτο σήμερα για να γίνει πιο πιασάρικη η ταινία, αλλά με κάποιο μέτρο!
Πολύ φοβάμαι ότι η αρχική σεναριακή ιδέα αφορούσε στην ερωτική σχέση δύο γκέι ανδρών, ενός άγαμου, μοναχικού ερευνητή και ενός παντρεμένου, "πρωτευουσιάνου" που ήρθε σε μια επαρχιακή περιοχή για λόγους υγείας, αλλά μετά αλλάξανε τα φύλα και το στόρι έγινε πιο αβανταδόρικο αποκτώντας και μια διάσταση φεμινιστική ενάντια στην κυριαρχική πατριαρχία της εποχής. Κι έτσι η άψογη ενσάρκωση των πρωταγωνιστικών γυναικείων χαρακτήρων από τις εξαιρετικές ηθοποιούς, την Κέιτ Γουίνσλετ και την Σίρσα Ρόναν, αλλά και τη Φιόνα Σο σε δεύτερο ρόλο ανέβασαν το επίπεδο της ταινίας -όπως και την "άνοιξαν" στο ευρύ κοινό.