Ένα εμπορικό κέντρο. Στο αίθριο του μια μεγάλη ομάδα γυναικών, υπό τους ήχους χορευτικής μουσικής, εκτελεί ασκήσεις γυμναστικής. Πρωθιερέα σ’ αυτήν την τελετουργία του σώματος μια νεαρή γυναίκα, η Sylwia (στο ρόλο η Magdalena Koleśnik) που καθοδηγεί τις αθλούμενες με αληθινή ένταση και γνήσιο πάθος. Ωστόσο, όπως μας υποδεικνύει η συνέχεια της εναρκτήριας σκηνής, η Sylwia είναι κάτι παραπάνω από μια παθιασμένη γυμνάστρια, είναι ένα είδωλο της σύγχρονης διαδικτυακής εποχής, μια influencer του Instagram. Και αυτή η δημόσια τελετουργία του σώματος δεν είναι παρά επιβεβαίωση στον πραγματικό κόσμο μιας διαδικτυακής σχέσης, ανάμεσα σε μια influencer και τους πιστούς ακόλουθούς της. Η επικύρωση αυτής της τελετουργίας δεν είναι παρά μία ομαδική selfie που αμέσως διαμοιράζεται στους ακόλουθους…
Πορτραίτο μιας νεαρής γυναίκας που ζει κάτω από τα λαμπερά φώτα της διασημότητας, η ταινία του Σουηδού Magnus von Horn διερευνά τις όψεις του φαινομένου όπως αυτό διαμορφώνεται μέσα στο διαδικτυακό περιβάλλον ενός κοινωνικού μέσου. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί την ηρωίδα τόσο στις στιγμές της δόξας της, όπως είναι η εναρκτήρια σκηνή, όσο και στην ταπεινή καθημερινότητα της, κάποιες φορές με την αισθητική των βίντεο καταγραφών των social media. Οι επαφές, κοινωνικές και επαγγελματικές -με τον μάνατζερ, τους συγγενείς- και η ζωή της στην πιο καθαρή της μορφή, μακριά από τις εφήμερες λάμψεις συνιστούν τα επεισόδια της αφήγησης.
Υπάρχει μια διάσταση ανάμεσα στη διαδικτυακή παρουσία –λαμπερή και εξ’ ορισμού εξωστρεφής – και τον έκδηλο ναρκισσισμό της, από τη μια πλευρά, και την ελάχιστα φωτεινή καθημερινότητα της ηρωίδας, τη μοναχική της ζωή και την εσωστρέφεια της, από την άλλη: παρ' όλο το πλήθος των ακολούθων καμμία πραγματική σχέση φιλική ή ερωτική δεν στιγματίζει τη ζωή της ηρωίδας. Αυτήν τη διάσταση ο σκηνοθέτης συνεχώς τοποθετεί στο κέντρο της δραματικής πλοκής. Ό,τι την πυροδοτεί είναι καταρχάς ένας θαυμαστής -stalker που παρακολουθεί την ηρωίδα –μια παράπλευρη συνέπεια της διασημότητας-, και η ατυχής κατάληξη αυτής της σχέσης εμμονικής λατρείας. Αλλά κυρίως η δραματική πλοκή πυροδοτείται και κορυφώνεται από την απόφασή της ηρωίδας να διαρρήξει την «απατηλή λάμψη» των κοινωνικών μέσων, επιλέγοντας τους σκοτεινούς τόνους μιας προσωπικής εξομολόγησης. Για τον λαμπερό κόσμο του Instagram, ο εξομολογητικός τόνος είναι μια παραφωνία, ένας λάθος τόνος στο σύμπαν της επίπλαστης «ροζ» ευτυχίας. Όμως για την ηρωίδα, αυτή η εξομολόγηση της μοναξιάς της, η παραβίαση του κώδικα επικοινωνίας μεταξύ influencer και ακολούθων, είναι μια σπάνια στιγμή έκφραση αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης…
Ή ίσως όχι; Μήπως εντέλει ο εξομολογητικός τόνος δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος για την προσέλκυση της προσοχής, για την πρόκληση του ενδιαφέροντος, για την αύξηση των followers;
Ό,τι δηλαδή επιδιώκει κάθε σωστός influencer...
Δημήτρης Μπάμπας