(Bad Luck Banging or Loony Porn)
του Radu Jude
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_loony-porn.jpg

Εικόνες από ένα ερασιτεχνικό πορνό. Γυρισμένο με την κάμερα κινητού τηλεφώνου. Απεικονίζει την ερωτική έξαψη και το πάθος της στιγμής ενός παντρεμένου ζευγαριού.  Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από όσα συναντάμε σε ιστότοπους όπως το Youporn, Xhamster, PornHub και τους ανάλογους. Ο εκδημοκρατισμός του πορνό: Όλοι μπορούν για την έξαψη της στιγμής να γίνουν πορνοστάρ. Και να πληρώσουν φυσικά το ανάλογο τίμημα, όταν επιστρέψουν, για την ακρίβεια προσγειωθούν, στον πραγματικό κόσμο…
Υβριδική στην φόρμα  της και δομημένη σε τρία μέρη, με επιπλέον τη μικρή «πορνό» εισαγωγή, η ταινία του Radu Jude  (Aferim! , 2015) επιβεβαιώνει τη θέση του ως ενός παρατηρητή και οξύ κριτικού του κοινωνικού τοπίου στη  γενέθλια Ρουμανία (…και στα Βαλκάνια γενικότερα θα προσθέταμε εμείς), αλλά και ενός φορμαλιστικά ανήσυχου σκηνοθέτη. Διαδραματιζόμενη εν μέσω της πανδημίας, με τους πρωταγωνιστές να φορούν συνεχώς τη μάσκα, η ταινία φέρνει στο προσκήνιο από το υπόγειο της κοινωνίας τα «τέρατα» που έθρεψε ο εγκλεισμός (και όχι μόνο).
Με τον τίτλο Μονόδρομος , το πρώτο μέρος –ή η προσγείωση στον πραγματικό κόσμο- παρακολουθεί εν είδει ντοκιμαντέρ, την Emilia, την ηρωίδα του ερασιτεχνικού πορνό που περιφέρεται στο Βουκουρέστι μιλώντας συνεχώς στο κινητό τηλέφωνο. Το χάος στο αστικό τοπίο, η οξύτητα των ήχων του δρόμου, η απουσία κάποιας όασης, η διάχυτη ταξικότητα και η βαρβαρότητα των συμπεριφορών μοιάζουν ως αντανακλάσεις μιας ψυχικής κατάστασης: Η ηρωίδα είναι σε κατάσταση πανικού καθώς έχει να διαχειριστεί τη διαρροή του βίντεο σε ιστότοπο και τη δημόσια έκθεση των προσωπικών της στιγμών. Τις επιπτώσεις αυτού του γεγονότος επιβαρύνει η επαγγελματική της ιδιότητα: είναι καθηγήτρια σε λύκειο. Το δεύτερο μέρος  υπό τον τίτλο  Short Dictionary of Anecdotes, Signs, and Wonders, συνιστά ένα μικρό οπτικοποιημένο και ειρωνικό στον τόνο, λεξικό της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ή αν θέλετε του κοινωνικού πεδίου. Αυτό το μέρος με τους κωμικούς  απόηχους του μοιάζει να ελαφρύνει το βάρος που σηκώνει η ηρωίδα  και να ορίζει το πλαίσιο και τις κοινωνικές συντεταγμένες για τη δραματική κορύφωση του τρίτου μέρους :  ο συντηρητισμός, οι κοινωνικές και εθνικές προκαταλήψεις, οι κοινωνικές συμβάσεις, τα «κλισέ».  Εν είδει αφορισμών και σαρκασμών, τα λήμματα του λεξικού αποκαλύπτουν και τη σκηνοθετική οπτική, οικεία για όσους παρακολούθησαν την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη -“I Do Not Care If We Go Down in History as Barbarians“(2018): είναι η οξεία κριτική, η αποδόμηση των «εθνικών» μυθοπλασίων που τη συγκροτεί. Το τρίτο μέρος της ταινίας που φέρει τον εύγλωττο τίτλο Praxis and Innuendos: Sitcom, είναι η συνεδρίαση του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων όπου η καθηγήτρια καλείται να απολογηθεί.  Ό,τι αναδεικνύει αυτό το θεατρικό στη δομή του μέρος είναι μια «διαλεκτική» σύγκρουση  (ή σύνθεση) των δύο προηγούμενων μερών: ο διάχυτος κοινωνικός συντηρητισμός συγκρούεται με μια πιο «ανοιχτή» κοινωνικά οπτική. Εδω η φωνή του σκηνοθέτη απέναντι στον παραλογισμό του κοινωνικού τοπίου ακούγεται μέσα από τον προσγειωμένο ορθολογισμό της ηρωίδας. Υπερασπιζόμενη τον εαυτό της , υπερασπίζεται και ένα μοντέλο κοινωνίας που μοιάζει να είναι και το αίτημα του σκηνοθέτη (και της ταινίας)…

Δημήτρης Μπάμπας