(Το χέρι του Θεού)
του Paolo Sorrentino
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_e-stata-la-mano-di-dio.jpg

Στη Νάπολη του 80, ο Φαμπιέτο Σκίζα περνάει την εφηβεία του μ’ ένα γουόκμαν περασμένο στ’ αυτιά, μια αγάπη για το Μαραντόνα που θα του σώσει τη ζωή κι ένα βλέμμα που διψάει να δει πιο πολλά απ’ τα όσα συμβαίνουν στις καλοκαιρινές εκδρομές και στ’ αμείλικτα οικογενειακά τραπέζια. Στο σπίτι, στην πολυκατοικία και στην πόλη του η εκκεντρικότητα κι η σκληρότητα συνυπάρχουν με την αγάπη και την πίστη σε κάτι καλύτερο, όπως το να έρθει ο Ντιεγκίτο στη Νάπολη, ο αδελφός του να γίνει ηθοποιός κι ο ίδιος να διαπρέψει στη μπάλα. Τίποτα δεν φαίνεται άπιαστο όταν η ζωή μοιάζει με πολύβουο όνειρο - ο Μαραντόνα κάνει την τιμή στην ομάδα τους και ο Φελίνι γυρίζει καινούργια ταινία. Όμως, η πραγματικότητα αποφασίζει να κάνει μια πλάκα πιο άγρια κι απ’ αυτές της μητέρας του κι ο Φαμπιέτο βυθίζεται στο πένθος χωρίς καν να δει αυτό που θέλει περισσότερο. Τώρα που οι ωραίες εικόνες χάθηκαν ο Φαμπιέτο θέλει να κάνει σινεμά. Κι ίσως να φύγει σύντομα για τη Ρώμη…
Στο χέρι του Θεού ο Πάολο Σορεντίνο με τον γνωστό του τρυφερό, φορμαλιστικό, παράδοξο, πολιτικά ανορθόδοξο, γεμάτο χιούμορ και υπαρξιακή σκοτεινιά τρόπο, συνδυάζοντας το ρεαλισμό με μια δόση σουρεαλισμού κι αποτίοντας ποικιλότροπα φόρο τιμής στο Φελίνι, τοποθετεί απ’ την πρώτη κιόλας σκηνή το θεατή καταμεσής της τοπιογραφίας μιας ολόκληρης εποχής. Θα κατορθώσει να τον κρατήσει σταθερά εκεί κάνοντας την εξωτερική πραγματικότητα να μοιάζει όλο και περισσότερο με ψυχική κατάσταση και την κωμωδία να γίνεται χωρίς προειδοποίηση δράμα.  Η συναισθηματική αμεσότητα αυτής της εν κινήσει ταινίας, η συγκινητική και σχεδόν σπαρακτική της ποιότητα στο δεύτερο μέρος θυμίζει κάπως το Εκεί που χτυπάει η καρδιά μου, μόνο που εδώ, το τραύμα που εμποδίζει τον πρωταγωνιστή να μεγαλώσει δεν είναι στη σφαίρα του φανταστικού, αλλά όσο πιο πραγματικό γίνεται, αφού αυτό το αγόρι που θα μεγαλώσει απότομα έχοντας κατά τύχη γλιτώσει το θάνατο, τυγχάνει να είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Όταν ο Σορεντίνο ήταν δεκαέξι ετών αρνήθηκε να πάει με τους γονείς του στο εξοχικό, για να δει στο γήπεδο το Μαραντόνα. Εκείνοι πέθαναν από διαρροή διοξειδίου του άνθρακα κι εκείνος σώθηκε, όπως λέει χάρη στον ήρωά του. Ο τίτλος της ταινίας Χέρι του Θεού, είναι η πιο γνωστή απ’ τις «θεϊκές» παρεμβάσεις του Ντιεγκίτο, το γκολ που έβαλε με το χέρι στα προημιτελικά του Μουντιάλ το 1986 στον αγώνα Αγγλίας-Αργεντινής. Εκδίκηση για τα Φόκλαντ και πράξη πολιτική όπως είπε ο γκρινιάρης θείος της ταινίας ζητωκραυγάζοντας και βρίσκοντας επιτέλους κάτι που δεν του προκαλεί απογοήτευση καταδεικνύοντας έτσι ακριβώς την ικανότητα που έχει το ποδόσφαιρο να γίνεται γήπεδο για ατομικές και συλλογικές φαντασιώσεις. Έτσι ακριβώς χρησιμοποιείται και το άθλημα όπως κι ο Μαραντόνα στην ταινία, ως ένα μέσο να γίνει κατανοητή η εποχή, και ο τρόπος που ο Φαμπιέτο φαντάζεται τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός του νεαρού έφηβου για το ποδόσφαιρο εκφράζει τη βαθιά του πεποίθηση ότι η νίκη μπορεί να συμβεί μέσα στη ζωή – ακόμα κι αν το γκολ να το βάζει κάποιος άλλος.  Αυτή την κάπως άδολη θεώρηση του κόσμου, ο Φαμπιέτο την μοιράζεται με μια ολόκληρη κοινωνία, που αρνείται να βγει έξω απ’ το κουκούλι των παραδόσεων και της οικογενειακής ζεστασιάς, και κυρίως να παραδεχτεί πως δεν είναι εξίσου προστατευτικό για όλους, αφού οι πιο παράτολμοι μπορεί να καταλήξουν στη φυλακή κι οι πιο αδύναμοι στο ψυχιατρείο.  Η απώλεια θρυμματίζει την βεβαιότητα του Φαμπιέτο για την πραγματικότητα ως τόπο εκπλήρωσης υποσχέσεων και έτσι η πόλη του δεν είναι πια συμβολικά ένας χώρος που μπορεί να μείνει. Για τον ήρωα, όπως και για το σκηνοθέτη η μόνη λύση απέναντι στην έλλειψη αυτή της προοπτικής της πραγματικότητας είναι η φαντασία κι η τέχνη που ως άλλο «χέρι του Θεού» μπορεί να δημιουργήσει νέες δυνατότητες ή να αναδημιουργήσει ακόμα και τον παλιό κόσμο. Αυτό, όμως, είναι επώδυνο ακόμα κι αν όπως ο Σορεντίνο έχεις γίνει πενήντα χρονών και γυρνάς μετά από 20 χρόνια στη Νάπολη, για να κάνεις οικειοθελώς κι επειδή αποφάσισες αυτό που σε έχει στοιχειώσει ταινία.  Για τον Φαμπιέτο όμως αυτός ο χρόνος δεν έχει φτάσει ακόμα κι έτσι η μόνη κίνηση είναι προς τα μπρος.
Αντίθετα με τους νέους της ηλικίας του που δοκιμάζονται κάνοντας βουτιές πίσω απ’ το Πλοίο που φεύγει (πραγματικά μια από τις πιο μαγικές σκηνές της ταινίας)  ο Φαμπιέτο παίρνει αυτός ένα πλοίο κι απομακρύνεται με την ταχύτητα ενός υπεράκτιου σκάφους που σχεδόν δεν ακούγεται παρά μόνο μ’ ένα «τουφ» αφήνοντας όσα δεν υπάρχουν πια πίσω.