(Ελπίδα)
της Maria Sødahl
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_hope.jpg

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα κι ενώ βιώνει τη μεγαλύτερή της επιτυχία ως χορογράφος, η Άνια μαθαίνει ξαφνικά πως ο καρκίνος της ξαναγύρισε αμείλικτος κι o επίγειος χρόνος της έχει λήξει.  Όπως εξηγούν οι γιατροί στην ίδια και στον εδώ και είκοσι χρόνια σύντροφό της Τόμας ακόμα κι η εγχείρηση  που κανόνισε θα της προσφέρει μόνο μια ολιγόμηνη παράταση, -ή ίσως και να είναι απλά χαμένος κόπος. Αντιμέτωποι με την πιο ζοφερή ανθρώπινη πραγματικότητα και μ’ ένα σύστημα υγείας που θεωρεί την ψυχική παραίτηση ως μόνη ώριμη λύση, η Άνια κι ο Τόμας, μετά από χρόνια ήρεμης αποξένωσης, πλησιάζουν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλο ξανά, για ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση και να την εξηγήσουν όσο γίνεται πιο ανώδυνα στα παιδιά και τους δικούς τους ανθρώπους. Απέναντι σε μια τόσο ισοπεδωτική έλλειψη ελπίδας, ωστόσο, τι μπορεί άραγε ν’ αντιτάξει κανείς;
Ταινία αποχρώσεων και ερμηνειών (πολύ καλή η Άντρεα Μπριν Χόβιγκ και πάντα χαρά μας να βλέπουμε τον Στέλαν Σκάρσγκαρντ), με το σπόρο της μπεργκμανικής παράδοσης μέσα της κι ουμανιστική οπτική που εμποδίζει το μελόδραμα να ξεχειλίσει, με στόφα οικογενειακού δράματος που βάζει στο επίκεντρο όχι την υπαρξιακή αγωνία, αλλά τις σχέσεις, η Ελπίδα της Μαρία Σαντάλ, ξεκινά απ’ το θάνατο για να φτάσει στη ζωή, κάνοντας τον καρκίνο καύσιμο και «κλήση αφύπνισης» σωτήρια για τη σχέση του ζευγαριού που πριν απ’ αυτό είχε σχεδόν ξεχάσει γιατί υπάρχει. Γραμμική στην αφήγηση, με κεφάλαια που αντιστοιχούν σε μέρες των Χριστουγέννων, επεξηγηματική και επίμονη σε πράγματα δύσκολα, η Ελπίδα αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη τρυφερότητα τα παιδιά και καθησυχάζει τους φόβους του θεατή με τα πολύ ζεστά σκηνικά και τους εσωτερικούς χώρους της και με μια ατμόσφαιρα σπιτικής θαλπωρής που σχεδόν καθιστά εξωπραγματική την ύπαρξη του επαπειλούμενου θανάτου.
Ειλικρινής και άμεση, η ταινία μαρτυρά ευθύς εξαρχής την αυτοβιογραφική χροιά της. «Αυτή είναι η ιστορία μου όπως τη θυμάμαι» γράφει στην οθόνη η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σαντάλ που όπως κι η ηρωίδα της μερικά χρόνια πριν έλαβε μια παρόμοια διάγνωση-θανατική καταδίκη. Ευτυχώς, την ξεπέρασε κι είναι εδώ με μια προσωπική, αλλά όχι ιδιωτική, ιστορία, της οποίας θέλει ν’ αναδείξει την πανανθρώπινη διάσταση, ελπίζοντας να βιωθεί ως συναισθηματική εμπειρία κι ευκαιρία αφύπνισης που θα κάνει το θεατή να στοχαστεί πάνω στη δική του ζωή και τις επιλογές του.
Η ταινία, που έχει επαγγελματίες γιατρούς κι όχι ηθοποιούς στους αντίστοιχους ρόλους, κάνει κι ένα μικρό σχόλιο για το νορβηγικό σύστημα υγείας, που, καλοκουρδισμένο  κι επαρκές, είναι σε θέση να πράττει τα δέοντα για την σωματική υγεία, δεν δείχνει, όμως, να μπορεί να εμπεριέχει, ούτε να κατανοήσει την ανάγκη των ασθενών για ψυχική στήριξη επιμένοντας να τους  προσγειώνει συνεχώς σε σημείο ισοπέδωσης και παραλείποντας τις τυχόν πενιχρές πιθανότητές τους για επιβίωση για να μην αποκτήσουν φρούδες ελπίδες.
Αν όμως για τους γιατρούς αυτούς η αδυναμία ίασης συνεπάγεται αυτόματα και απώλεια ελπίδας,  η ταινία διέπεται από άλλη λογική κι επιλέγει να σταθεί στο μόνο πεδίο που κάνει το θάνατο αδύναμο - στη δυνατότητα του ανθρώπου γι αγάπη. Όπως δείχνει κι η πολύ καλή τελευταία σκηνή με το φορείο  η αγάπη είναι το μόνο που μπορούμε να πάρουμε μαζί μας ό,τι κι αν συμβεί, κι αυτό είναι η πραγματική ανθρώπινη ελπίδα.  Κατ’ αυτή την έννοια, η ιστορία είναι στη βάση της απόλυτα χριστουγεννιάτικη, έτσι όπως δεν έχει τα Χριστούγεννα μόνο ως σκηνικό, αλλά συνάδει και με το ίδιο το νόημα της γιορτής όπου η ελπίδα γεννιέται με την αγάπη.  «Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα∙ μεγαλητέρα δε τούτων είναι η αγάπη» (Α΄ Κορινθίους, ιγ΄:13).

Η ταινία είναι η επίσημη πρόταση της Νορβηγίας για τα Όσκαρ διεθνούς ταινίας 2021.