του Paolo Sorrentino
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Δεν ήταν εύκολη ταινία ήδη από το σενάριο. Δεν έχεις την ίδια δημιουργική ελευθερία, όπως με μία ταινία μυθοπλασίας. Σε περιορίζει το γεγονός ότι αντιμετωπίζεις πραγματικούς χαρακτήρες. Δεν μπορείς να πληγώσεις, να προσβάλεις, να δυσφημήσεις.
Η ιδέα να κάνω μία ταινία για τον Μπερλουσκόνι ήρθε τα χρόνια που ήταν παρών ανάμεσα μας. Για πολύ καιρό, μεγάλη μερίδα Ιταλών τον αγαπούσε, ενώ μια άλλη σημαντική μερίδα τον μισούσε. Προκαλούσε πολύ δυνατά, εντελώς αντίθετα συναισθήματα. Η φιλοδοξία μου ήταν να κάνω το πορτρέτο του και το πορτρέτο μερικών Ιταλών που προσπάθησαν να ακολουθήσουν το μονοπάτι του και να συνδεθούν μαζί του με όποιον τρόπο μπορούσαν.
(...) Ο τίτλος (σ.τ.ε. που σημαίνει «Αυτοί» στα ιταλικά) είναι ακριβώς αυτό. Δε λέει: «Είμαι διαφορετικός και αυτοί είναι έτσι». Σε κάποιο σημείο, είμαστε όλοι Loro, ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν τη δύναμη να προτείνουν κάτι ως εναλλακτική στην ταχεία άνοδο μιας πολύ δυναμικής προσωπικότητας. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Μπερλουσκόνι έχει δυνατό χάρισμα.
(...) Είναι μία ταινία για τους φόβους των ατόμων και μερικών Ιταλών που είναι μέλη μιας χώρας που, μοιρασμένη σε Βορρά και Νότο, από τη μία, έχει τα θετικά, τα ελαττώματα, τον ηρωισμό και τα καθάρματα του Νότου και, από την άλλη, μερικές ανησυχητικές μορφές του Καλβινισμού του Βορρά. Στο τέλος, είναι οι ίδιοι οι Ιταλοί αυτοί.
(...) Όλοι έχουν τον δικό τους φόβο. Υπάρχουν αυτοί που φοβούνται ότι θα καταδικαστούν στα περιθώρια της επαρχίας, ένας κοινός φόβος ανάμεσα σε αυτούς που πούλησαν τις γιαγιάδες τους και πήγαν στη μεγάλη πόλη για καλύτερη ζωή. Υπάρχει ο φόβος του να μείνεις πίσω, μία αταβιστική κινητήριος δύναμη, που υπάρχει πριν από την εμφάνιση του Μπερλουσκόνι. Ψάχνοντας πώς να κόψουν δρόμο, να κλείσουν μικρές επιχειρηματικές συμφωνίες, σε μία χώρα όπου η ηθική είναι άγνωστη και επικρατεί η τάση για ανηθικότητα. Ο φόβος των νέων, αντρών και γυναικών, ότι μπορεί να είναι ανεπαρκείς και η διαρκής, βαθιά, σκοτεινή αίσθηση της δυσαρέσκειας μεταμφιεσμένης σε διασκέδαση.
(...) Η ταινία αντιπροσωπεύει μία περίοδο πριν από 10 χρόνια, έναν κόσμο με περιορισμένη πνευματική ουσία που βασιζόταν στα σώματα ως επικοινωνιακά εργαλεία. Είναι γεγονός και όχι κάτι που επινόησα ο ίδιος. Το μετέφερα απλώς στη μεγάλη οθόνη.
(...) Οποιοσδήποτε, άσχετα με το πόσο επαίσχυντος ή ανεκδιήγητος είναι, έχει εν δυνάμει αξία να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Γιατί όταν βάλεις κάτι στο σινεμά μπορείς να το καταλάβεις, αυτό που διαφορετικά φαίνεται απόμακρο ή ακατανόητο. Ο στόχος δεν είναι να εκθειάσουμε, τουλάχιστο για μένα, ούτε να δείξουμε με το δάχτυλο και να αποφασίσουμε ποιοι είναι καλοί και ποιοι κακοί. Αυτή είναι η λάθος προσέγγιση για την τέχνη γενικά, είτε είναι ταινία είτε βιβλίο. Η ταινία δίνει την ευκαιρία να κατανοήσουμε σε βάθος τις πλευρές αυτού του άντρα. Αναζητώντας αυτή την κατανόηση σημαίνει ότι θα εκθέσουμε μερικά ενοχλητικά περιστατικά. Αν μερικές όψεις αυτής της ταινίας ενοχλήσουν το κοινό, αυτό είναι ένα κρίσιμο βήμα προς την κατανόηση.
Για παράδειγμα, αυτή η ταινία έχει να κάνει με τον θρίαμβο της χυδαιότητας. Δεν νομίζω ότι είναι δουλειά μου να πω: «Κοίτα πόσο άσχημη είναι η χυδαιότητα και πόσο άσχημοι είναι οι χυδαίοι άνθρωποι». Αυτό θα ήταν ένας μανιχαϊστικός τρόπος να βλέπω τον κόσμο. Αυτή η αμφισημία μπορεί να είναι δυσάρεστη και αμήχανη και να παίρνει λιγότερες θετικές αντιδράσεις από τους θεατές, αλλά είναι απαραίτητη για να δείξουμε την ομορφιά της χυδαιότητας. Είναι όμορφη. Για ποιο λόγο άλλωστε να είναι δημοφιλής; Με ενδιαφέρει περισσότερο να εξετάσω τι είναι τόσο ελκυστικό και την ίδια στιγμή απωθητικό.
(...) Ο Μπερλουσκονι είναι ειρωνικός τύπος και ήλπιζα να σταθεί με τον ίδιο τρόπο απέναντι στην ταινία. Εννοώ ότι αν προσπαθούσε να μας λογοκρίνει, αυτό θα αποδείκνυε ότι το πορτρέτο του στην ταινία είναι ακριβές. Δεν ξέρω αν την έχει δει ή όχι, αλλά ήμασταν πολύ προσεχτικοί με τα περιστατικά. Προσέχαμε πολύ, όπως γίνεται όταν κάποιος πραγματεύεται αληθινούς ανθρώπους που είναι ακόμα ζωντανοί.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)