(Μεγάλη απόδραση)
του Sebastian Meise
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Όταν σώζεται από το στρατόπεδο συγκέντρωσης με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χανς Χόφμαν δεν απελευθερώνεται όπως οι υπόλοιποι συγκρατούμενοί του, αλλά μεταφέρεται σε φυλακή της Δυτικής Γερμανίας για να εκτίσει εκεί το υπόλοιπο της προπολεμικής ποινής του. Για είκοσι ακόμα χρόνια, ο Χανς θα φυλακίζεται κάθε τόσο, μόνος ή συντροφιά με άλλους άνδρες, θύματα όλοι της περιβόητης Παραγράφου 175 που καθιστά την ομοφυλοφιλία παράνομη και καταδικάζει σε φυλάκιση τους παραβάτες. Το σύστημα τιμωρεί σκληρά ανθρώπους σαν τον Χανς, ειδικά όταν επιμένουν να κρατάνε το κεφάλι ψηλά και να διεκδικούν ανοιχτά το δικαίωμα στην ελευθερία και την αυτοέκφρασή τους. Την καλοσύνη που ο Χανς δεν βρίσκει γύρω του, θα την συναντήσει στο πρόσωπο του Βίκτορ, ενός ομοφοβικού βαρυποινίτη που αρχικά θα του επιτεθεί, αλλά βλέποντας τον αριθμό του στρατοπέδου στο μπράτσο του θα θελήσει να τον βοηθήσει. Η μεταξύ τους σχέση, εύθραυστη και δύσκολη, θα εξελιχθεί στη διάρκεια όλων αυτών των ετών που ο Χανς μπαινοβγαίνει στη φυλακή, σε κάτι που δεν προσέχει κανείς τους, μέχρι που η ζωή θα θέσει αναπάντεχα το ερώτημα: η αγάπη μετράει πιο πολύ ή η ελευθερία;
Δεν είναι συχνό μια ταινία να ξεδιπλώνει το θέμα της με τρόπο που να πλαταίνει τα όριά του, βγάζοντας με τέχνη την αφήγηση από το στενό και στενάχωρο αδιέξοδο που η πλοκή απαιτεί, σε μια ανοιχτωσιά που δεν θα φανταζόταν κανείς ότι υπάρχει -εκτός ίσως απ’ τη μουσική που κάτι προμήνυε-, χαρίζοντας στον ήρωα μια διάσταση μεγαλύτερη απ’ αυτή που του αντιστοιχούσε αρχικά και στο θεατή ένα σπουδαίο τέλος για να πάρει μαζί του. Η Μεγάλη απόδραση του Σεμπάστιαν Μάιζε, που βραβεύτηκε ήδη αρκετές φορές γι αυτό, το κατορθώνει μ’ αμεσότητα και χωρίς φιοριτούρες, σκάβοντας ένα υπόγειο λαγούμι κάτω απ’ τη μύτη μας, ενόσω εμείς προσπαθούμε να ξεδιαλύνουμε τα φλας μπακ και να καταπιούμε όλη αυτή τη βία και τη φρίκη, αφού πρώτα πρέπει να μάθουμε και να αποδεχτούμε-θέλοντας και μη-πως άνθρωποι που επέζησαν απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρέθηκαν να στέλνονται απευθείας στη φυλακή εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους.
Στην πραγματικότητα, το μεταπολεμικό δυτικογερμανικό κράτος συνέχισε να κυνηγά με την ίδια ζέση και μεγάλη μεθοδικότητα για μια ακόμα εικοσαετία τους ομοφυλόφιλους πολίτες του με βάση την Παράγραφο 175, το νόμο δηλαδή που του έδινε το δικαίωμα να ασκεί τέτοιες διώξεις κι ο οποίος καταργήθηκε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Άνθρωποι σαν τον Χανς είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται και το μέλλον τους να ακυρώνεται εξαιτίας της κρατικής αναλγησίας και απανθρωπιάς που η κοινωνία για χρόνια δεν αμφισβητούσε (πολύ χαρακτηριστική και η σκηνή που η τιμωρία συμβαίνει κάτω απ’ το άγρυπνο, αλλά αδιάφορο βλέμμα των Συμμάχων φρουρών που απλά λένε στον Χανς να μην δίνει στόχο για να επιζήσει).
Η μυθοπλαστική ιστορία του Χανς αποτίει φόρο τιμής στις αδικοχαμένες αυτές ζωές που δεν είχαν ποτέ μια ευκαιρία -κάποιοι έφτασαν να στερήσουν οι ίδιοι απ’ τον εαυτό τους τη ζωή επειδή δεν άντεξαν, όπως δείχνει κι η περίπτωση του Όσκαρ-, μέσα από έναν εξεγερμένο ήρωα που ασυμβίβαστος κι επίμονος, σαν ιππότης σε αποστολή, πληρώνει κάθε φορά με την ελευθερία του την άρνησή του να αποδεχτεί την έλλειψή της. Ο Χανς, που θα βρει στον χώρο του πιο στενού περιορισμού και της μεγαλύτερης σκοτεινιάς ένα συναίσθημα για το οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος, αποδεικνύεται εν τέλει ρομαντικός ήρωας, όχι μόνο για την εξεγερμένη στάση του απέναντι στην αδικία του κόσμου, αλλά και για το ότι αντιλαμβάνεται όταν οι πόρτες ανοίγουν διάπλατα κι όλα όσα λαχταρούσε είναι μπροστά του (φοβερή η σκηνή με τους άνδρες που κάνουν ελεύθερα έρωτα σε δωμάτια που παραπέμπουν κι αυτά σε κλουβιά φυλακής) πως το μόνο που θέλει είναι να αυτοπεριοριστεί και να προσφέρει την ελευθερία του στην αγάπη. Αυτό τον υπαρξιακό ρομαντισμό του Χανς (που ξαφνικά μοιάζει με ήρωα της γαλλικής νουβέλ βαγκ) που βάζει την ελευθερία και την αγάπη στην ίδια όχθη, η ιστορία τον φυτεύει κατευθείαν στην καρδιά μας, κάνοντας μας να αντιληφθούμε πως οι ήρωες δεν ήταν τελικά ένας, αλλά δύο κι ότι αυτό που τόση ώρα βλέπαμε, δεν ήταν μόνο κοινωνική καταγγελία, ή αποτύπωση μιας ζοφερής πραγματικότητας, αλλά πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά μια συγκινητική κι αξιομνημόνευτη ιστορία αγάπης.