του Jöns Jönsson
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_axiom.jpg

Ο Γιούλιος θέλει όλοι να περνάνε καλά. Γι αυτό καλεί ακόμα και τον νέο συνάδελφο απ’ το Μουσείο στην εκδρομή με το οικογενειακό σκάφος και τους φίλους του. Παρά την αριστοκρατική του καταγωγή– που με δυσκολία αποκαλύπτει κάθε φορά- ο Γιούλιους μόνο ακατάδεκτος δεν είναι. Τη μέρα της εκδρομής, όμως, μικροτσακωμοί κι εντάσεις χαλάνε το κλίμα και εν τέλει η βόλτα με το σκάφος αναβάλλεται γιατί ο Γιούλιους παθαίνει επιληπτική κρίση στη μαρίνα. Στο οικογενειακό σπίτι ο αδελφός του τον κοιτά δύσπιστα όταν του ζητά βοήθεια για να βρει άλλη δουλειά επειδή βαρέθηκε ξαφνικά το Μουσείο κι η μητέρα του δείχνει προβληματισμένη. Ο Γιούλιους της υπόσχεται πως θα κόψει τις παλιές συνήθειες. Έχει ήδη αλλάξει της λέει. Επιπλέον, είναι ερωτευμένος κι έχει σχέση με μια λυρική τραγουδίστρια που τη λένε Μαρία. Είναι, όμως, ο έρωτας ικανός να κάνει τον Γιούλιους ν’ αλλάξει στάση; Και τι στ’ αλήθεια είναι αυτό που ο ίδιος θέλει;
Στο Axiom του Jöns Jönsson ο πρωταγωνιστής είναι ένας παθολογικός ψεύτης. Και μπορεί για τους γύρω του η αποκάλυψη αυτή ν’ αργεί να γίνει ή να μην γίνεται και καθόλου αφού ο Γιούλιους έχει πάντα την πονηριά να φεύγει εγκαίρως, για τον θεατή, όμως, τα πράγματα γίνονται ξεκάθαρα αρκετά νωρίς. Ο Γιούλιους, ό,τι και να πει κανείς, είναι νάρκισσος τελεία και παύλα. Ένας ψυχολόγος άνετα θα συνέχιζε τσεκάροντας κουτάκια χωρίς καθόλου ενοχές, αυτό δηλαδή ακριβώς που κάνει κι ο ίδιος ο Γιούλιους όταν τσεκάρει τι θέλουν οι γύρω του για να τους το δώσει, σκαρώνοντας μια ιστορία που θα εντυπωσιάσει και θα κάνει να τον θαυμάσει το κοινό, ό,τι κάνει κι ένας καλλιτέχνης δηλαδή, με τη διαφορά πως εδώ οι σχέσεις είναι προσωπικές κι η εμπιστοσύνη υποτίθεται πως είναι μέρος τους, οπότε τίθεται το ερώτημα τι γίνεται όταν τα γούστα μας βλάπτουν τους άλλους στις σχέσεις;
Η ταινία, σύμφωνα με το σκηνοθέτη της, αφορά στην αίσθηση της ταυτότητας και την κοινωνική συμπεριφορά, ένα είδος πιραντελικού «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» που δείχνει το πώς οι άνθρωποι αλλάζουν ανάλογα με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται και το πως συχνά αγνοούμε τα κίνητρα και για τον ίδιο τον εαυτό μας, πόσο μάλλον για την αλήθεια των άλλων. Εξ ου και ο τίτλος της (ή τουλάχιστον εμείς έτσι νομίζουμε..) αφού αξίωμα είναι μια συνθήκη που δεχόμαστε ως αληθή, μια βασική αρχή που δεν αποδεικνύεται αλλά στηρίζει μια υπόθεση ή μια θεωρία και την οποία έχουμε ως δεδομένη.
Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει ν’ αναδείξει την πιραντελική διάσταση της ζωής, από άλλο δρόμο απ’ αυτόν που λέει (ή που εμείς νομίζουμε ότι λέει) έτσι όπως αυτό που αναδεικνύεται στην ταινία δεν είναι το αμφίσημο της αλήθειας του Γιούλιους, που ξέρει πάντα τι θέλει και δεν διστάζει ακόμα και να υπονομεύσει τις συνθήκες ζωής του γι αυτό, αλλά κυρίως η αδυναμία των άλλων να δουν την αλήθεια που είναι μπροστά στα μάτια τους ή να αντιληφθούν ως πιθανή αλήθεια κάτι που ξεφεύγει απ’ τη δική τους οπτική. Ο χαρακτήρας του Γιούλιους λειτουργεί ως καθρέφτης της στάσης της κοινωνίας, αλλά και κάθε ανθρώπου ξεχωριστά να μην αμφισβητεί τα αξιώματά του ποτέ, είτε αφορούν στο γιατί ένας ζωγράφος χρησιμοποιεί συγκεκριμένα χρώματα, είτε τι πάει στραβά στη Γερμανία σήμερα και να τσακώνεται ή να διαφωνεί δήθεν πολιτισμένα με τους άλλους πάνω από ένα επιδόρπιο για κάτι απ’ όλα αυτά χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι είναι το ίδιο το αξίωμα στο οποίο βασίζει τις θέσεις του αυτό που μπορεί και να μην ισχύει.
Ο Γιούλιους είναι σε θέση να κάνει πιο ολοκληρωμένους συλλογισμούς απ’ τους περισσότερους και να επισημάνει αλήθειες που οι άλλοι δεν βλέπουν ακόμα κι αν άπτονται της κοινής λογικής, ακριβώς επειδή δεν τρέφει συναισθήματα για τα γεγονότα, ούτε για τους άλλους κι έτσι μπορεί να τους θέτει τα ερωτήματα που πρέπει, έχοντας πάντα μια ιστορία στο μανίκι του με την οποία μπορεί στη συνέχεια να τους εξευμενίσει ή να στρέψει αλλού την προσοχή τους. Οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν ως αξιώματα ακόμα και τις ιστορίες του ίδιου του Γιούλιους επειδή εκείνος τις παρουσιάζει ως αλήθεια.
Ο Γιούλιους έχει βάλει ευθύς εξαρχής το όριό του απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο λέγοντας όχι στην τυραννία και τη σκλαβιά του να πρέπει να είσαι αυτό που οι άλλοι νομίζουν ή να αγωνίζεται ενάντια σ’ αυτό που θέλουν. Οι ιστορίες του είναι ο δικός του τρόπος να διαπραγματεύεται μ’ αυτή τη ζωή μένοντας, όμως ο ίδιος απέξω. Κι εδώ είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του ήρωα, το γεγονός ότι οι άλλοι στ’ αλήθεια δεν τον ενδιαφέρουν τόσο. Οι σχέσεις -παρ’ ότι τις κάνει προσωρινά- δεν είναι κάτι που τον αφορά για να συνδεθεί, όσο κάτι το οποίο βλέπει χρηστικά και μέσα απ’ το οποίο μπορεί να ικανοποιήσει τους στόχους του και δεν χρειάζεται τρυφερότητα, αποδοχή ή ψυχολογική αντιμετώπιση για ν’ αλλάξει τη ρότα του γιατί πραγματικά δεν το έχει καθόλου στόχο.
Και μπορεί κάποιος καλοπροαίρετος, όμοια με την μητέρα του Γιούλιους να συνεχίζει να τον περιβάλλει μ’ εμπιστοσύνη ελπίζοντας στην αγάπη ή σ’ ένα θαύμα, μέλλει, όμως, να καταλήξει σαν τη Μαρία που περιμένει το γάλα της ενώ εκείνος βρίσκεται ήδη σ’ άλλο πάρτι...

(Φεστιβάλ Βερολίνου 2022)