Ντοκιμαντέρ (ή μυθοπλασία;) για τη ζωή ενός ζώου, η ταινία της βρετανίδας Andrea Arnold παρακολουθεί μια ζωή εγκλωβισμένη και εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένη.
Η Luma. Μια αγελάδα. Ετοιμόγεννη. Και η γέννα. Το νεογέννητο μοσχαράκι. Το γλείψιμο της μητέρας. Η αναζήτηση από το μικρό του βυζιού της. Και μετά, μόλις το μοσχαράκι σταθεί στα πόδια του, ο χωρισμός.
Τις διαδρομές της ζωής δυο αγελάδων -μητέρας και παιδιού- παρακολουθεί το ντοκιμαντέρ. Δυο αγελάδων που εκτρέφονται για γαλακτοπαραγωγή σε φάρμα. Η σκηνοθέτις τοποθετεί την κάμερα στο ύψος των ζώων και παρακολουθεί τις ζωές τους μέσα στη φάρμα: μια αφήγηση εκ των έσω και εκ του σύνεγγυς. Οι τελετουργίες και οι ρουτίνες της ζωής τους : το άρμεγμα υπό τους ήχους ποπ μουσικής , το τάισμα, οι ιατρικές εξετάσεις, η αναπαραγωγή, η βόσκηση στο λιβάδι και πάλι το άρμεγμα. Η σκηνοθέτις εξ’ αρχής, με τη σκηνή της γέννας (και το χωρισμό μητέρας –παιδιού) δημιουργεί σχέσεις συμπάθειας και συναισθηματικής ταύτισης ανάμεσα στον θεατή και το ζώο: σχεδιάζει ένα δραματικό χαρακτήρα που παρακολουθεί. Το πλάνο με το απλανές και γεμάτο απορία βλέμμα της αγελάδας όταν αντιλαμβάνεται την απομάκρυνση του νεογέννητου είναι καθοριστικό σ’ αυτήν τη διαδικασία. Ό,τι κυριαρχεί στην αφήγηση δεν είναι τόσο τα ζώα και οι μοίρες τους, αλλά η όχι και τόσο περιθωριακή παρουσία του ανθρώπου: η οργάνωση του χώρου-γεμάτο μεταλλικές μπάρες- και της ζωής των ζώων, η αυτοματοποίηση. Το ζωικό κεφάλαιο, η εκμετάλλευσή του, η συσσώρευσή του, η αναπαραγωγή, η αξιοποίησή του. Μια ζωή σκληρή, σκοτεινή και ζοφερή.
Στο μοναδικό φωτεινό διάλλειμα αυτού του ζόφου, οι αγελάδες αφήνονται ελεύθερες να τρέξουν να βοσκήσουν στο (περιφραγμένο από αγκαθωτά σύρματα) λιβάδι. Για μια στιγμή υπάρχει μια αίσθηση ευδαιμονίας και φυσικής ζωής. Όμως αυτό είναι ένα μικρό διάλλειμα. Το βίαιο και αναπάντεχο τέλος είναι μια υπόμνηση της πραγματικής κατάστασης του ζώου και της υποτελούς σχέσης του με τον άνθρωπο…
Δημήτρης Μπάμπας