(Στρέψε το σώμα σου στον ήλιο)
της Aliona van der Horst
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Ένας πατέρας που δεν υπάρχει πια, μια κόρη που επιστρέφει αναζητώντας την αλήθεια του σε μια πατρίδα που δεν θέλει να θυμάται, ίχνη και θραύσματα μιας εσκεμμένα ανείπωτης ιστορίας. Ένας πόλεμος που αιματοκύλισε μια ήπειρο, το Ανατολικό μέτωπο, το Αρχιπέλαγος γκούλαγκ, δικτάτορες που πίνουν νερό, αιχμάλωτοι που στρέφουν το βλέμμα στην κάμερα, όλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι για λίγο φαγητό, το στίγμα της δειλίας και της προδοσίας. Μια ιστορία αγάπης που ξεκίνησε με γράμματα και υπέροχα σχέδια νερομπογιάς σ’ ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία, ο Τατάρος κρατούμενος Σάνταρ και η νεαρή Εσθονή Ταγκίρα που δέκα χρόνια μόνο αλληλογραφούσαν, η αγωνία της κόρης τους Σάνα δεκαετίες μετά να ορίσει τον εαυτό της πάλι μετά την απώλεια– μιλώντας ξανά τη μητρική της γλώσσα για εκείνον.
Στο Στρέψε το σώμα σου στον ήλιο, η γνωστή ντοκιμαντερίστρια Αλιόνα ΒανΝτερ Χορστ ακολουθεί την ηρωίδα της, Σάνα, σ’ ένα προσωπικό ταξίδι εξερεύνησης που την φέρνει από την Ολλανδία που ζει τα τελευταία 30 χρόνια, στα πάτρια εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης για να αναζητήσει, ψάχνοντας μαζί με την αδελφή της, σ’ όλα τα μέρη απ’ όπου πέρασε ή κρατήθηκε ο πατέρας της, στοιχεία της ιστορίας του που εκείνος απέφευγε πάντα να λέει. Η σκηνοθέτης, συνδυάζοντας αρχειακό και κινηματογραφημένο υλικό της εποχής (που συχνά επιχρωματίζει για ν’ αναδείξει το νόημά του), με εξιστορήσεις της Σάνα, εικόνες της επιβλητικής σιβηρικής φύσης και αποσπάσματα από το ημερολόγιο και τις επιστολές του Σάνταρ και μέσα από μια σχεδόν ονειρική ατμόσφαιρα κι ένα ρυθμό που μοιάζει με τη θάλασσα που κυλάει, επιτυγχάνει να προσδώσει ιδιαίτερη αισθητική αξία και συνοχή στις εικόνες της και ποιητικότητα και συμπαγή υπόσταση στις σκέψεις και στα ερωτήματα της Σάνα, πολύ περισσότερο απ’ ότι το κατορθώνει η ίδια η ηρωίδα που δεν μας ανοίγει ποτέ τα χαρτιά της εντελώς για να μας μιλήσει εκ βαθέων και πιο ουσιαστικά γι αυτά που δεν της αρέσουν ή δεν αντέχει.
Η ταινία στερείται εξαιτίας αυτού ένα κομμάτι απ’ το υπαρξιακό βάθος που θ’ αντιστοιχούσε στο θέμα της, η εξαίρετη, όμως, εικαστική ματιά της ΒανΝτερ Χορστ, κατορθώνει να αναπληρώσει την έλλειψη αυτή, έτσι όπως νοηματοδοτεί κινηματογραφικά τη συνύφανση του προσωπικού με το κοινωνικοπολιτικό κι όλα αυτά τα σχόλια που η Σάνα κάνει για το Στάλιν, τις απάνθρωπες συνθήκες στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου των Γερμανών, αλλά και την υποκρισία της Δύσης. Στο μυαλό του θεατή συνδέεται έτσι αποτελεσματικά και με αμεσότητα η «μικρή ιστορία» ενός σοβιετικού αιχμαλώτου πολέμου που κατέληξε μετά τον πόλεμο σε σιβηρικό στρατόπεδο εργασίας (ή επανεκπαίδευσης όπως τα έλεγαν τότε) με εκείνη των δύο εκατομμυρίων σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου που οι Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ «επέστρεψαν» στον Στάλιν μετά τον πόλεμο γνωρίζοντας βεβαίως το πού θα κατέληγαν, αφού κατά το δόγμα του όποιος παραδινόταν στον εχθρό ήταν προδότης.
Η περίπτωση του πατέρα της Σάνα είναι πιο περίπλοκη, αφού, λόγω της ακραίας στέρησης φαγητού απ’ τους Γερμανούς στην αιχμαλωσία, ήταν από εκείνους που δέχτηκαν να πολεμήσουν εναντίον των δικών τους. Η αποτρόπαια αυτή πράξη είναι κάτι που η Σάνα δεν αντέχει να πραγματευτεί, υιοθετώντας σ’ ένα βαθμό τη δική του στάση ζωής που επιθυμούσε να μένει πάντα «στη σκιά» - μέρος κι αυτός της χώρας που ήθελε να τον ξεχάσει. Αυτό που θα βοηθήσει τη Σάνα να συνδεθεί μ’ εκείνον και με τον εαυτό της ξανά, δεν θα είναι τα λιγοστά επιπλέον στοιχεία, που αφήνουν ίδιο το «ανεκπλήρωτο» της ζωής του -μόνη λέξη που η Σάνα δεν θα μπορέσει να θυμηθεί στα ρωσικά-, αλλά η ανακουφιστική αίσθηση δέους και εγγύτητας που θα της προσφέρει η απόκοσμη, χιονισμένη σιβηρική φύση, όπου εκείνος πέρασε τα χρόνια της αιχμαλωσίας του ζωγραφίζοντας τα όνειρά του σε χαρτί και στρέφοντας το κορμί του προς το ζωοδότη ήλιο -μόνη συμβουλή που θα έδινε αργότερα και στην δική του οικογένεια - «στρέψε το σώμα σου προς τον ήλιο» για να σε θρέψει το φως – που πάει να πει πάρε ό,τι σου δίνεται για να ζήσεις.