(Να’ ναι καλά το χαρούμενο κεφάλι μου)
των Will Hewitt& Austen McCowan
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
long-live-my-happe-head.jpg

Μερικά πράγματα στη ζωή είναι δύσκολα. Και παρ’ ότι γι άλλα - πολύ πιο ασήμαντα- συνηθίζουμε να μιλάμε συχνά, αυτά συνήθως δεν τα συζητάμε. Πώς άλλωστε να μιλήσει κανείς για κάτι πραγματικά αβάσταχτο; Κι ειδικά όταν δεν μοιάζει να υπάρχει καμία ελπίδα; Ο σκωτσέζος δημιουργός κόμικ, Γκόρντον Σόου, το κατορθώνει μέσα απ’ τη δουλειά του. Έτσι είναι ο ήρωας του κόμικ του, Bittersweet, κι όχι ο ίδιος που στα 32 διαγνώστηκε μ’ έναν μη εγχειρήσιμο κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο. Ο όγκος, ένα ροζ-φούξια πρόσωπο που ονομάζεται Ρικ, έχει ταράξει τον Γκόρντον στις μπουνιές. Δέχτηκε, όμως και να του παραχωρήσει κάποια χρόνια. Στο διάστημα αυτό ο Γκόρντον μοιράστηκε την εμπειρία του μ’ άλλους ανθρώπους μέσω των κόμικ του και γνώρισε τον Σον – τον έρωτα της ζωής του, όπως λέει. Λίγο καιρό πριν ο Γκόρντον κλείσει τα σαράντα χρόνια του, ωστόσο, ο Ρικ αποφάσισε ν’ αναλάβει δράση ξανά. Κι αυτή τη φορά δεν δείχνει να σηκώνει από κουβέντες…
Στο Να’ναι καλά το χαρούμενο κεφάλι μου των Όστεν ΜακΚάουαν και Γουίλ Χίγουϊτ οι δύο σκηνοθέτες ακολουθώντας την πορεία του Γκόρντον προς το αναπόφευκτο – που όλο και καθυστερεί λίγο παραπάνω- και μέσα από ένα συνδυασμό παρατήρησης, προσωπικών εξομολογήσεων, κινουμένων σχεδίων και σκηνών μιας καθημερινότητας που συχνά περιλαμβάνει κι ιατρικές εξετάσεις, μας μιλούν για τον ελέφαντα στο δωμάτιο της ανθρώπινης ύπαρξης: την ανθρώπινη θνητότητα, που όλοι προτιμάμε να ξεχνάμε. Χωρίς διάθεση για υπεκφυγές ή εύκολη συγκίνηση και με μόνο εξωραϊσμό το πηγαίο γέλιο και το χαρακτήρα του ίδιου του Γκόρντον, που εκ φύσεως και πεποιθήσεως τάσσεται με τη μεριά της ζωής, με την εικόνα να γεμίζει από τα ροζ, φούξια και κόκκινα χρώματα που κυριαρχούν στο έργο και στο σπίτι του ήρωα (αντιπαλεύοντας όσο μπορούν το μαύρο του), με γρήγορο ρυθμό και με μια κάμερα που στέκεται με σεβασμό κι ειλικρίνεια απέναντι στα όσα ακούει και βλέπει, οι σκηνοθέτες φιλοτεχνούν το βαθιά συναισθηματικό κι ανθρώπινο – και άρα γνήσια συγκινητικό- πορτρέτο ενός γενναίου ανθρώπου που κάνει τον πόνο του ύμνο στη ζωή προσπαθώντας συνεχώς να την τιμάει.
Αντίθετα μ’ αυτό που συνήθως συμβαίνει όταν αρρωσταίνει κανείς, αφού η επένδυση όπως λέει ο Φρόιντ αποσύρεται απ’ τον έξω κόσμο για να επιστρέψει στον εαυτό, ο Γκόρντον -όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του- ανοίγεται συνέχεια στους άλλους, αντλώντας δύναμη απ’ το μοίρασμα και στρέφοντας το ενδιαφέρον του όλο και περισσότερο στο συνάνθρωπο όσο η απελπισία αυξάνεται, επιθυμώντας τώρα να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο πάνω στο θέμα των φροντιστών, ανθρώπων σαν το σύντροφό του Σον, δηλαδή, που ζουν με την αίσθηση της επερχόμενης απώλειας και της πλήρους αδυναμίας να την αποτρέψουν. Η αίσθηση αυτή σε συνδυασμό με το επικείμενο πένθος, κλονίζει συχνά και σημαντικά την υγεία των φροντιστών, υπάρχουν έρευνες γι αυτό μας λέει ο Γκόρντον που θέλει να μιλήσει για όλα αυτά μέσα απ’ το κόμικ του, για να βοηθήσει ψυχικά και τον Σον, κάνοντάς του όσο πιο εύκολη γίνεται τη μετάβαση, σ’ ένα μέλλον χωρίς εκείνον, υιοθετώντας δηλαδή μια στάση γνήσιας αγάπης για τη ζωή, έτσι όπως προσπαθεί ν’ αγωνιστεί για μια συνέχεια που δεν θα περιλαμβάνει και τον εαυτό του μέσα.
Η στάση του αυτή, που αποτυπώνει την πιο φωτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης κι αναδεικνύει τις μετουσιωτικές δυνάμεις της Τέχνης, κάνει ακόμα και το Ρικ να κάνει προσωρινές παραχωρήσεις, λίγο ακόμα και λίγο παραπάνω κάθε φορά, μέχρι που κάποια στιγμή δεν θα γίνεται άλλο, αλλά ας μην περιμένουμε μέχρι τότε για να θυμηθούμε πως το «άδραξε τη μέρα» έχει αξία ως ρητό, ακριβώς επειδή, η μέρα αυτή εξ ορισμού μέλλει να φτάσει σ’ ένα τέλος. Και πως για όλα αυτά, είναι σίγουρα προτιμότερο να μιλάμε…