(Για μια χούφτα τηγανητές πατάτες)
του Jean Libon & Yves Hinan
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_for-a-fistfull-of-fries.jpg

Μια γυναίκα, που δολοφονείται με μαχαίρι σε υποβαθμισμένη συνοικία των Βρυξελλών. Ένας βασικός ύποπτος, ο φυλακόβιος ναρκομανής εραστής, που, όμως, αρνείται σθεναρά την ενοχή του. Κάτι τέτοιο θα το θυμόταν, μας λέει. Ένα αστυνομικό τμήμα με απαρχαιωμένους υπολογιστές και φιλότιμους αξιωματικούς που εμφορούνται από γαλατική ευγένεια. Μια δικαστής με αδυναμία στην Αγία Ρίτα και στην μη ανάκληση των ενταλμάτων της. Ένας ανθρωποκεντρικός επιθεωρητής με εμφάνιση δεκαετίας 80, που προσέχει κάθε τι που ακούει στοχεύοντας στην αλήθεια. Μια χούφτα πατάτες τηγανητές ως μάρτυρας κατηγορίας και φορέας ανατροπής. Και μια υπόθεση που αναζητά εναγωνίως λύση… Κι όλα αυτά όχι σε κάποια αστυνομική μυθοπλασία, αλλά σε ντοκιμαντέρ, που αφορά πραγματική υπόθεση κι είναι γυρισμένο κατά κύριο λόγο σε αστυνομικό τμήμα των Βρυξελλών και μάλιστα απ’ αυτά που δεν μπαίνει μέσα εύκολα κανένας.
Τόσο καλό που να μοιάζει ψεύτικο, με εξαιρετική έως εμπνευσμένη κινηματογράφηση σε επίπεδο πλάνων, ακρίβειας κάμερας κλπ. και μοντάζ της ίδιας κατηγορίας, ήρωες που θα κέρδιζαν κάθε σχετικό κάστινγκ κι επιθεωρητή που άνετα γράφεται πάνω του σειρά μυθοπλασίας, «πλοκή» που εξελίσσεται σαν συμπλήρωμα παζλ αποκτώντας από μόνη της υπαρξιακοκοινωνικές διαστάσεις και διαλόγους που αξίζουν να γίνουν θεατρικό, το Για μια χούφτα τηγανητές πατάτες των Ζαν Λιμπόν και Ιβ Ινάν, ασπρόμαυρο, ατμοσφαιρικό, ανθρωποκεντρικό και γρήγορο, με υποδόριο χιούμορ κι επιρροές από νουβέλ βαγκ και φιλμ νουάρ και με την υπαρξιακή σκοτεινιά που του πρέπει, τιμά στο έπακρο με την αριστοτεχνική του κατασκευή την ξεσηκωτική μουσική της αρχής κατορθώνοντας ταυτόχρονα να ψυχαγωγεί και να έχει αξία.
Η δεξιοτεχνία των σκηνοθετών, σίγουρα οφείλει πολλά στο αμφιλεγόμενο τηλεοπτικό Strip-Tease παρελθόν τους, κάνοντάς τους να «οσμίζονται» τα καλά θέματα και να επιλέγουν πρωταγωνιστές με κριτήρια κάστινγκ. Η θέαση της ταινίας γίνεται έτσι τόσο απολαυστική που σχεδόν να προκαλεί υποψίες, αν κάτι τόσο άψογο δραματουργικά και κινηματογραφικά, όπως ας πούμε το πρώτο πλάνο του υπόπτου από πίσω και πάνω να μιλά, επιτομή του «πώς είναι δυνατόν η κάμερα να πέτυχε τυχαία τόσο τέλεια γωνία και στιγμή;» αντιστοιχεί όντως σε ντοκιμαντέρ ή αν στο τέλος οι ήρωες θα μας χαμογελάσουν και θα υποκλιθούν και θ’ αντιληφθούμε πώς υπήρξαμε θύματα απάτης.
Μετά την πρώτη έκπληξη για τους καλούς τρόπους και την ηρεμία που επικρατεί στα τμήματα των Βρυξελλών ακόμα κι ενόσω γίνονται ανακρίσεις (σ’ αυτό το επίπεδο το ντοκιμαντέρ βλέπεται και ως εκπαιδευτική τηλεόραση) και για τα αξιοσημείωτα -διόλου εύκολο να επιτευχθούν σε «ζωντανές» καταστάσεις-, πλάνα, ο θεατής συνειδητοποιεί όλο και πιο καθαρά πως αυτό που απλώνεται μπροστά του, δεν είναι απλά η εξέλιξη μιας έρευνας, αλλά μια ολόκληρη ανθρωπογεωγραφία που ορίζει και καθορίζει όχι μόνο τις ζωές των πολλών και διαφορετικών υποομάδων που την ενοικούν, αλλά και τη στάση και τα βλέμματα των απέξω. Έτσι δεν είναι εύκολο, ν’ ακούσει κανείς πραγματικά ακόμα κι αν το επιθυμεί, αφού οι προκαταλήψεις του «εμφανούς» διέπουν τις σχέσεις αυτών των δύο κόσμων, που αποφεύγουν συνήθως να συναντηθούν ή επιζούν απομυζώντας οι μεν του δε ή κάνοντας κακό ο ένας στον άλλον. Κι αν τελικά ο συμπαθέστατος και δίκαιος επιθεωρητής Λεμουάν κατορθώνει να φερθεί ολόσωστα σε επίπεδο αλήθειας, αδυνατεί να επέμβει σ’ επίπεδο πραγματικότητας -ακόμα και σε σχέση με τον δικό του κόσμο- και μένει να παρακολουθεί σιωπηλός την δικαστή να λέει στο Αλάν «έτσι είναι ο κόσμος», όταν εκείνος εξηγεί πως στη φυλακή τον χτυπούσε ο φρουρός – μερικά πράγματα δεν μέλλουν να αλλάξουν. Κι όμως, αυτός ο εξαθλιωμένος αντιήρωας, παράδειγμα του πως μπορεί να βουλιάξει κανείς τη ζωή του, επιμένει να μην παραιτείται, προσπαθώντας κάθε φορά με τον τρόπο του να μην εκχωρεί τη ζωή του και να την υπερασπίζεται κι ας είναι λειψή τιμώντας το στίχο του Βικτόρ Ουγκό που κλείνει την ταινία ως μια ωραία φράση που κάποιος απ’ το τμήμα άκουσε χτες: «αυτοί που ζουν είναι αυτοί που αγωνίζονται. Τους άλλους τους λυπάμαι».
Αυτό το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ είναι κρίμα πραγματικά να μην το κάνει κάποιος θεατρικό έργο.