του François Truffaut
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ. Μια εικόνα μπορεί να περικλείει μια μεγάλη ιστορία ή μπορεί να είναι συρραφή πολλών μαζί ιστοριών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Φρανσουά Τρυφώ αποφασίζει να υλοποιήσει ένα σχέδιό του που μάλλον πρέπει να τον παίδευε από παλιά. Να μεταφέρει στον κινηματογράφο την ιστορία της Αντέλ, της δευτερότοκης θυγατέρας του Βίκτωρα Ουγκώ. «L'Histoire d'Adèle H.», 1975, ένα αφήγημα που μεταφέρει στον κινηματογράφο (με αισθαντικότητα όσο και αντικειμενικότητα, με σκηνοθετική ένταση όσο και νηφαλιότητα) μια περίπτωση ερωτικής ιδεοληψίας, ψευδαισθήσεων και αναζήτησης στα όρια της καταδίωξης, με αιτία και επίκεντρο την αβυσσαλέα ανάγκη μιας γυναίκας να αγαπηθεί από έναν διακεκριμένο (δυνατό και ξεχωριστό) άνδρα. Κι ο «άνδρας» αυτός, μην μπορώντας να είναι ο πατέρας της, ενσαρκώθηκε στη φιγούρα ενός ωραίου Άγγλου υπολοχαγού, του Albert Pincon, o οποίος υπηρετούσε στο βρετανικό στράτευμα, παρόν στο Χάλιφαξ της Νέας Σκωτίας στον Καναδά, το 1863, για να επιτηρεί τις κινήσεις των Βρετανών που σκόπευαν να εμπλακούν στον πόλεμο, παίρνοντας το μέρος της συνομοσπονδίας του Νότου. Όλα αυτά μεσούντος του ανθενωτικού πολέμου στις ΗΠΑ. Η ιστορία μεταφέρεται αυτούσια, όπως ακριβώς ξετυλίγεται με φρενιτιώδη τρόπο μέσα από τις σελίδες των δύο πρώτων τόμων του ημερολογίου της ίδιας της Αντέλ Ουγκώ, η οποία τελείωσε τις ημέρες της, υπέργηρη, έγκλειστη σε ψυχιατρικό άσυλο στη γαλλική Συρέν. Αλησμόνητες μένουν οι σκηνές εκείνες, όταν η Αντέλ (Ιζαμπέλ Ατζανί), παραδομένη στην πυρκαγιά του πάθους και της παραφοράς της, εισέρχεται με μεγαλοπρέπεια στον λαβυρινθώδη κόσμο της παράνοιας, ξυπόλητη, με εξασθενημένη όραση, αναμαλλιασμένη και με κουρελιασμένη αμφίεση, γράφοντας πάνω σε ευτελή στρατσόχαρτα, τα οποία μετατρέπει σε σελίδες ημερολογίου ή σε απελπισμένες ερωτικές επιστολές, την οριστική σθεναρή απόφασή της, εκείνην που θα αποτελέσει και την πύλη της καταδίκης και του αφανισμού της: «Είμαι η γυναίκα σου, έως την αιωνιότητα. Θα μείνουμε για πάντα μαζί, μέχρι τον θάνατό μας». Λέξεις που απευθύνονται σε έναν άνδρα που αδιαφορούσε πλήρως, τόσο για τον έρωτά της όσο και για την ύπαρξή της. «Είναι φορές που δεν είμαι διόλου σίγουρος αν έχει κανείς το δικαίωμα να βγάζει απόφαση πότε ένας άνθρωπος είναι ζουρλός και πότε όχι», διαβάζουμε, μέσω του μονολόγου του Κας Μπάντρεν, στο «Καθώς Ψυχορραγώ» του Φώκνερ. «Είναι φορές που λέω μέσα μου, κανείς μας δεν είναι εντελώς για δέσιμο, όπως κανείς μας δεν είναι εντελώς σόι, κι αυτό ωσότου οι υπόλοιποι από μας αποφανθούν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Γιατί δεν είναι τόσο τι κάνει ο κάθε άνθρωπος, όσο ο τρόπος που τον κρίνει η πλειοψηφία την ώρα που το κάνει». Και παρακάτω. «Θαρρώ κάπως έτσι νιώθεται η τρέλα στον άνθρωπο. Είναι γιατί δεν μπορεί να βλέπει με τα ίδια μάτια που βλέπουν οι άλλοι ανθρώποι. Κι η γνώμη μου είναι πως το μόνο που μέλλεται για έναν τέτοιο άνθρωπο, είναι αυτό που η πλειοψηφία αποφαίνεται ότι είναι το σωστό» [Ουίλλιαμ Φώκνερ, «Καθώς Ψυχορραγώ», εκδ. Κέδρος 1970, μετάφραση και πρόλογος: Μένης Κουμανταρέας].
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)