του Jean-Luc Godard
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
Στα θαμμένα θησαυροφυλάκια του Netflix. “Prénom Carmen”, 1983, του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. «Και το όνομα αυτής, Κάρμεν». Όταν ένα ωκεάνιο κινηματογραφικό βλέμμα έρχεται να σαρώσει όλη την αθλιότητα, μετριότητα και κακογουστιά, τις ψευδο-μεταξωτές κορδέλες των συσσωρευμένων εικόνων που κατακλύζουν τις οθόνες μας. Δεν είναι μόνο η άγρυπνη παρουσία του ανήσυχου Ατλαντικού, σε αέναη κίνηση, μεταφέροντας σήματα και μαντάτα από την απέναντι ακτή... Η υγρασία της νύχτας, της θάλασσας και της ομίχλης, ένα και το αυτό με την υγρασία των ανθρώπινων σωμάτων…Οι ιστορίες, έρωτα και θανάτου που μας ψιθυρίζουν ή μας σφυρίζουν στο αυτί ο Προσπέρ Μεριμέ (με τη νουβέλα του), ο Ζωρζ Μπιζέ (με την όπερά του) και πολλά-πολλά χρόνια μετά ο Ρομπέρτο Μπολάνιο (με το Παγοδρόμιό του)… Είναι και η πρωταγωνιστική μουσική των κουαρτέτων του Μπετόβεν (διά της ζωντανής παρουσίας των μουσικών του κουαρτέτου Prat), το φάντασμα του δον Λουίς Μπουνιουέλ που μας κλείνει το μάτι (κλείνοντας και την αυλαία της ταινίας του Γκοντάρ), μην επιτρέποντάς μας να λησμονήσουμε ότι αυτό, ακριβώς, που είδαμε πριν από λίγο, ονομάζεται αυγή -«Cela s'appelle l'aurore». Είναι κι ο αρκετά παράξενος, εκκεντρικός και ελαφρά «σαλεμένος» ποιητής-κινηματογραφιτζής θείος Ζαν, που θα συστηθεί ως Γκοντάρ (ο Ζαν-Λυκ αυτοπροσώπως, σε συμπρωταγωνιστικό ρόλο)…Είναι το εκτυφλωτικό κι εκρηκτικό ντουέτο που σχηματίζουν ο θηλυκός δαίμονας Κάρμεν και, από την άλλη, η αγγελική παρουσία της βιολίστριας Κλαιρ (ενσαρκωμένων από τις Μαρούσκα Ντετμέρ και Μυριέμ Ρουσέλ)… Ή η ακρωτηριασμένη ερωτική ανθοφορία του φανταράκου-μπατσάκου Ζοζέφ (Jacques Bonnaffé) ή η ακόρεστη oφθαλμολαγνεία του τυπάκου (απόλαυση, ο μοναδικός Jacques Villeret) που κλέβει γιαούρτι και το καταβροχθίζει με τα δάχτυλα στο WC του μίνι μάρκετ, τρώγοντας συγχρόνως με τα μάτια μια εκτυφλωτική Θεά που ουρεί στην παραδίπλα λεκάνη της τουαλέτας (το σαρδόνιο γκονταρικό χιούμορ). Συμπερασματικά, μια από τις σημαντικότερες ταινίες του νεότερου κύματος (δεκαετία του ’80) της κινηματογραφικής επέλασης του Γκοντάρ. Μια ταινία που χωρίζει το σώμα του κινηματογράφου σε δυο ευρύτατες, φλεγόμενες, ζώνες πυρός: από τη μια ο έρωτας κι από την άλλη ο θάνατος, και στην ουδέτερη ζώνη η Τέχνη της Ομορφιάς πλάι πλάι με την Ομορφιά της Τέχνης.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)