(Κουτάλι)
της Laila Pakalniņa
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_spoon.jpg

Μιλώντας πριν μερικά χρόνια στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο ο Αλεχάντρο Ινιάριτου είπε πως θα πρέπει ν’ αφεθεί περισσότερος χώρος για ποίηση κι ομορφιά στο σινεμά και πως απαιτείται «πολύ περισσότερη περισυλλογή και λίγο ακόμα υπομονή» για μια κινηματογραφική αφήγηση «πιο μυστηριώδη, πιο αδιαπέραστη, πιο ποιητική, πιο εκφραστική». Το χώρο αυτό, που τα τελευταία χρόνια όλο και καταλαμβάνει η τηλεοπτική αισθητική και οι ρυθμοί της, υπάρχουν ευτυχώς δημιουργοί ικανοί να τον διαφυλάξουν κρατώντας τον ανοιχτό, μέσα από ταινίες ή ντοκιμαντέρ που λειτουργούν έτσι ακριβώς κι είναι ικανά να προσφέρουν στο κοινό μια πολύ ουσιαστική κινηματογραφική εμπειρία. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Λετονή ντοκιμαντερίστρια Λάιλα Πακάλνινα, auteur με διακριτό ύφος και μεγάλη γνώστρια της κινηματογραφικής γλώσσας, που έχει ως πρότυπο τον Ταρκόφσκι, και συνηθίζει να προσεγγίζει στοχαστικά το θέμα της και να το χτίζει λίγο-λίγο μέσα από ένα κινηματογράφο παρατήρησης, αναδεικνύοντας την ουσία του μέσα από ένα πολύ δεξιοτεχνικό στιλιζάρισμα κι ένα κινηματογραφικό συντακτικό ακριβείας, που απαιτεί την προσοχή και την υπομονή μας για ν’ αντιληφθούμε τι θέλει να πει, κι αυτό ακριβώς κάνει κι εδώ, στην ταινία της Κουτάλι/ Karote/ Spoon .
Στην ασπρόμαυρη και χωρίς διάλογο αυτή ταινία, το θέμα αφορά σε πρώτο επίπεδο το πως παρασκευάζεται ένα πλαστικό κουτάλι, απ’ τη στιγμή που το πετρέλαιο εξάγεται απ’ τα βάθη της γης και μετά γίνεται πλαστικό κι από κει παίρνει τη μορφή κουταλιού, για να συσκευαστεί και να διατεθεί στη συνέχεια σε χώρους εστίασης, για να καταλήξει μετά από λίγα μόλις λεπτά χρήσης στα σκουπίδια ως κάτι ασήμαντο –που τις περισσότερες φορές δεν θα ανακυκλώσει και κανένας. Μεγάλο μέρος της ιστορίας του Κουταλιού διαδραματίζεται μέσα, γύρω ή στην ευρύτερη περιοχή κάποιου εργοστασίου, με την Πακάλνινα να προσδίδει, όπως συνηθίζει, «ψυχή» σε όλα τα αντικείμενα που μας δείχνει, σαν ένα είδος κινηματογραφικού ανιμισμού που αναδεικνύει το χώρο σε πρωταγωνιστή, κάνοντάς μας να τον αισθανόμαστε «ζωντανό» -π.χ. το εργοστάσιο φαίνεται σχεδόν σαν να αναπνέει-, χάρη στον τρόπο που συνδυάζει τα κινηματογραφικά της μέσα. Η απεικόνιση αυτών των συνεχών μετατροπών της ύλης που φτάνει ν’ αποκτήσει μορφή για να καταλήξει, μετά από μια σύντομη στιγμή λάμψης, σ’ ένα άδοξο κι ασήμαντο τέλος, συνιστά μια μελαγχολική σπουδή πάνω στη ματαιότητα του σύγχρονου τρόπου ζωής και του καταναλωτισμού του, που δεν δίνει καμία αξία σ’ αυτά που χρειάζεται, συντελώντας ακόμα και στην καταστροφή του περιβάλλοντος με την άφρονα συμπεριφορά των ανθρώπων. Η ιστορία του Κουταλιού θα μπορούσε να αναγνωστεί ακόμα και μαρξιστικά, έτσι όπως η εξειδίκευση, απομόνωση, επικέντρωση του ατόμου σε ένα κομμάτι μόνο της διαδικασίας, το οδηγεί στην αποξένωση από την πράξη της δημιουργίας και τη συμμετοχικότητα, καθιστώντας το ασήμαντο όσο εν τέλει και το προϊόν που παράγει και στερώντας του τη χαρά που του αντιστοιχεί – μια έλλειψη που είναι εμφανής στις περισσότερες εικόνες της ταινίας.
Σε ένα ακόμα πιο βαθύ επίπεδο, η ιστορία αυτή, μέσα απ’ τα συναισθήματα που μας δημιουργεί, γίνεται εντελώς υπαρξιακή, με τη ματαιότητα να είναι σχεδόν εκείνη του Ευαγγελιστή, που επισημαίνει το πρόσκαιρο της ανθρώπινης ζωής, καθώς ό,τι και να κάνουμε η ύπαρξή μας είναι συνυφασμένη με την ημερομηνία ενός τέλους.
Τη μελαγχολική αυτή διάσταση του Κουταλιού, η Πακάλνινα την αλαφραίνει κάθε τόσο τρυπώνοντας λίγο υπόγειο χιούμορ στον στιλιζαρισμένο της λυρισμό - στη σύνθεση, στην ένωση των σκηνών ή και στην αίσθηση που μας αφήνουν - ειδικά όπου βλέπουμε ανθρώπους να τρώνε. Η κάμερά της στέκεται συνεχώς ακίνητη, αλλάζοντας απλώς θέση ανάλογα το πλάνο, απέναντι σε εικόνες όπου πάντα κάτι κινείται -γεγονός που συμβάλλει με τη σειρά του στην αίσθηση ότι ο χώρος έχει ψυχή. Το βάθος των εικόνων της και οι εξαιρετικές συνθέσεις των κάδρων της, μας κάνουν να σκεφτόμαστε πως μπορεί κανείς να παγώσει την ταινία σε οποιαδήποτε στιγμή και το αποτέλεσμα θα είναι μια εξαιρετική, «αδιαπέραστη, ποιητική κι εκφραστική» φωτογραφία.
Πέρα απ’ την ξεκάθαρη εικαστική ποιότητα της ταινίας, η θέαση της μπορεί να φανεί αδιαμεσολάβητη στο θεατή, αρχικά ως προς το ίδιο της το νόημα (μια και αργούμε αρκετά να κάνουμε τη σύνδεση με το κουτάλι) και στη συνέχεια ως προς τις στοχαστικές της προεκτάσεις που τις υποπτευόμαστε ως αίσθηση, απαιτείται, όμως, από εμάς να προσθέσουμε τις δικές μας σκέψεις, για να φτάσουμε σ’ ένα συμπέρασμα, όπως ακριβώς συμβαίνει και μ’ ένα όνειρο που χρειάζονται συνειρμοί για να φτάσουμε στο λανθάνον περιεχόμενό του. Η διαφορά είναι πως εδώ ακόμα κι αν κανείς δεν θέλει ν’ αφεθεί στη σκέψη, αρκεί να δείξει την απαραίτητη υπομονή και θ’ ανταμειφθεί απ’ την αίσθηση και την εικαστική εμπειρία.
Για όποιον, παρ’ όλα αυτά, θα ήθελε λίγη βοήθεια, το «κλειδί» της ταινίας δίνεται ήδη απ’ την αρχή, μέσα απ’ τη ρήση του Λεονάρντο ντα Βίντσι «Όλα εδώ συνδέονται με όλα τα υπόλοιπα. Αλήθεια». Και πραγματικά, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει στο Κουτάλι.