(Πατέρας )
του Srdan Golubović
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_otac.jpg

Ο Πατέρας είναι εμπνευσμένος από ένα πραγματικό γεγονός και έναν αληθινό άνθρωπο. Όταν πρωτοδιάβασα την ιστορία του, ο πατέρας που αποτέλεσε την έμπνευση για την ταινία ήταν ήδη μπροστά στο Υπουργείο Εργασίας, διαμαρτυρόμενος και απαιτώντας να του επιστραφούν τα παιδιά του. Πήγα εκεί και μίλησα μαζί του. Για μέρες πήγαινα να τον δω και προσφέρω την υποστήριξή μου. Συνειδητοποίησα ότι η ιστορία του είχε κάτι το πολύ ιδιαίτερο, κάτι που σε ενέπνεε, κάτι το κινηματογραφικό, κάπως σαν μια βαλκανική εκδοχή του Παρίσι-Τέξας. Επίσης, με συνεπήρε το γεγονός ότι έφτασε έως εκεί περπατώντας, σαν μια πράξη διαμαρτυρίας και ελευθερίας. Συνειδητοποίησα ότι το περπάτημα ήταν στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη και πιο αγνή μορφή ελευθερίας. Καθώς και εξέγερσης και αντίστασης. Ειρηνικής αντίστασης. Έπειτα σκέφτηκα τον ήρωα και αποφάσισα να κάνω μια ταινία για έναν άνθρωπο που οδηγείται από το ένστικτο, κι όχι από τη λογική, προς ένα βαθιά προσωπικό και δίκαιο μονοπάτι. Δεν ξέρει ακριβώς τι κάνει, αλλά η διαίσθησή του τον καθοδηγεί σε μια άγνωστη κατεύθυνση κι εκείνος, ακούγοντας μόνο τον εαυτό του και το μέσα του, ακολουθεί το προσωπικό του μονοπάτι ανθρωπιάς και αγνότητας.
(...) Ήθελα η ταινία να ξεκινά ως ένα ρεαλιστικό δράμα για μια γραφειοκρατική και διεφθαρμένη κοινωνία, και στη συνέχεια να εξελιχθεί σταδιακά σε μια ταινία για έναν άνθρωπο που, μέσα από το μυθικό του ταξίδι, στο οποίο ξεκινά ως χαμένος και απόκληρος, μετατρέπεται σε ήρωα. Αν και ξεκινάει ως κοινωνικό δράμα, η ταινία γίνεται ένα παραμύθι. Μια ταινία για έναν άνθρωπο που δοκιμάζει τον εαυτό του και επαναδιεκδικεί την αξιοπρέπειά του, μέσω του ταξιδιού του. Δεν είναι ένας ήρωας που πολεμά ενάντια στο σύστημα, αλλά πολεμά για να πάρει πίσω τα παιδιά του και να επανενώσει την οικογένειά του. Ζούμε σε έναν απομονωμένο κόσμο, σε μια προστατευμένη ζώνη, μέσα στην οποία έχουμε την πολυτέλεια να σκεφτόμαστε και να μιλάμε για την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, για ηθικά ζητήματα. Ωστόσο, ο άνθρωπος για τον οποίο μιλάω είναι καταδικασμένος σε ένα μόνο πράγμα –την επιβίωση. Δεν έχει την πολυτέλεια να σκεφτεί αφηρημένες έννοιες, είναι σαν ένα ζώο που πρέπει να αγωνιστεί για τον εαυτό του και την οικογένειά του, πρέπει να επιβιώσει. Έτσι είναι ο ήρωάς μας, ο Νίκολα. Μέσα από τη σύγκρουση και την αντίθεση ανάμεσα στο γραφειοκρατικό δραματικό περιεχόμενο και τον παραμυθένιο κόσμο του ταξιδιού του ήρωα κατά μήκος της χώρας, προσπάθησα να κάνω μια ταινία για ένα ταξίδι, ένα φυσικό και συναισθηματικό ταξίδι ενός απλού ανθρώπου.
(...) Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, ο Νίκολα συναντά διάφορους ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους τον δοκιμάζουν και τον παρασύρουν σε λάθος δρόμο, ενώ άλλοι τον βοηθούν και του δίνουν ελπίδα. Εκείνος ακολουθεί τον δικό του δρόμο και βρίσκει τους συμμάχους του και τους συντρόφους του ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους –ανθρώπους σαν κι εκείνον, χαμένους και απόκληρους– αλλά κι ανάμεσα στα ζώα. Πουλιά του δείχνουν τον δρόμο, ένας σκύλος περπατάει μαζί του, λύκοι του ανοίγουν τον δρόμο και τον αφήνουν να περάσει, αντικατοπτρίζοντας την μεταμόρφωσή του από χαμένο σε ήρωα.
Μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της ταινίας είναι η σχέση του Νίκολα με τα τοπία από τα οποία περνά, η θέα των κατεστραμμένων εργοστασίων, ένα από τα οποία είναι κιόλας ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε το ταξίδι του. Σε αντίθεση με αυτό υπάρχει η φύση, που ακόμα δεν έχει καταστραφεί, που είναι όμορφη και δυνατή, και η οποία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του γίνεται το στήριγμα και η προστάτης του.
(...) Η μεγάλη μου έμπνευση ήταν το γιουγκοσλάβικο Μαύρο Κύμα, οι ταινίες των Ντούσαν Μακαβέγιεφ, Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, Ζιβόγιν Πάβλοβιτς και Ζέλιμιρ Ζίλνικ. Οι ταινίες τους είναι ασυμβίβαστες και γενναίες. Δεν έπαψαν ποτέ να εξερευνούν και να αναλύουν την κοινωνία, προσεγγίζοντας αυτή την πραγματικότητα σκληρά και κατάμουτρα. Αναζητούσαν την ελευθερία της κινηματογραφικής γλώσσας και, περισσότερο από οτιδήποτε, την αλήθεια –την ποιητική και την υπαρξιακή. Κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν την πραγματικότητα και να τη μετατρέψουν σε έναν δυνατό, ιδιαίτερο και αυθεντικό ποιητικό και φιλοσοφικό κόσμο. Αντίθετα, σήμερα, η πραγματικότητά μας είναι πολύ πιο παράλογη και τρελή από τις ταινίες που κάνουμε. Σε αυτή την ταινία, προσπάθησα απλά να ακολουθήσω τη ζωή. Και την πραγματικότητα. Νιώθω ότι οι σκηνοθέτες του γιουγκοσλάβικου Μαύρου Κύματος έκαναν ταινίες που ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες από την πραγματικότητα. Στις μέρες μας, η πραγματικότητα έχει παρακμάσει τόσο κι έχει γίνει τόσο απίθανη που δεν μπορούμε –εννοώ εμείς οι σκηνοθέτες- να την προλάβουμε. Και δεν υπάρχει μυθοπλασία που μπορεί να φτάσει τον βαθμό της παραφροσύνης που ζούμε.
Μια άλλη τρομερή πηγή έμπνευσης όσο έγραφα το σενάριο για αυτή την ταινία ήταν το ημερολόγιο του Βέρνερ Χέρτσογκ, Οδοιπορία στον πάγο. Η καταγραφή των τριών εβδομάδων οδοιπορικού του με τα πόδια από το Μόναχο στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 1974. Ο Χέρτσογκ ταξίδεψε μέσα σε χιόνι και θύελλες, με την ελπίδα ότι η θυσία του θα επιμηκύνει τη ζωή της άρρωστης στενής του φίλης και κριτικού κινηματογράφου, Λότε Άισνερ. Η πρόθεση του Χέρτσογκ αποδείχθηκε επιτυχής κι η φίλη του έζησε για άλλα εννέα χρόνια. Στην ταινία Πατέρας υπάρχει μια σκηνή με έναν λαγό, η οποία είναι ένα άμεσο νεύμα και φόρος τιμής στο ημερολόγιο του Χέρτσογκ.
(...) Δεν έκανα καμία προσπάθεια να αποτυπώσω την πραγματικότητα πιο άσχημη απ’ ό,τι είναι στ’ αλήθεια. Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι αυτή που είναι, όπως είναι και τα τοπία και οι τοποθεσίες αυτής της όμορφης μα ρημαγμένης χώρας. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Βελιγράδι, οπότε οι τοποθεσίες στις οποίες γυρίστηκε η ταινία δεν μου ήταν οικείες. Το βρήκα συναρπαστικό να ανακαλύπτω την ίδια μου την πατρίδα. Ταξιδεύοντας σε όλη τη Σερβία για την εύρεση των τοποθεσιών, συνειδητοποίησα τη συστημική προσπάθεια που έγινε εδώ να καταστραφεί ό,τι μπορούσε να καταστραφεί. Και τελικά αυτά που συνετρίβησαν ολότελα ήταν ο άνθρωπος, η αξιοπρέπεια και κάθε είδους ατομική ακεραιότητα.
(...) Η φτώχεια συνήθως βγάζει στον καθένα τον χειρότερό του εαυτό. Δεν υπάρχει τίποτα το καλό στη φτώχεια. Είναι ίδια παντού, είναι παγκόσμια. Κι όμως, μεταξύ των ανθρώπων που συναντούμε στην ταινία, υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί. Αυτό είναι, επίσης, παγκόσμιο.
Ο Πατέρας αποτελεί μια εικόνα της σύγχρονης σερβικής κοινωνίας, όμως νομίζω ότι η μοίρα του Νίκολα θα μπορούσε να βρει οποιονδήποτε απλό άνθρωπο οπουδήποτε στον κόσμο. Στην Αμερική, τη Γαλλία, την Κορέα, τη Ρωσία... Ο Νίκολα συμβολίζει τον «χαμένο» της εποχής μας, της εποχής της νεοφιλελεύθερης δουλείας, μιας εποχής όπου ο άνθρωπος χάνει την ελπίδα του και το δικαίωμά του σε μια φυσιολογική ζωή τη στιγμή που χάνει τη δουλειά του. Η σκληρότητα αυτής της νέας εποχής είναι συγκαλυμμένη με τη μορφή της υποκρισίας και της γραφειοκρατίας, η οποία, μέσα στον σωρό από τους κανόνες, τους μηχανισμούς και τις πολιτικές που φαινομενικά προστατεύουν τα δικαιώματα κάποιου, αποτυγχάνει να αναγνωρίσει το κρίσιμο ζήτημα, αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τον άνθρωπο.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)