(Χαμένες ψευδαισθήσεις)
του Xavier Giannoli
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Στη Γαλλία του 1880, ο 20χρονος ποιητής Λισιέν εγκαταλείπει το οικογενειακό τυπογραφείο και την Ανγκουλέμ για να ακολουθήσει την αγαπημένη του, μια μεγαλύτερή του, παντρεμένη βαρόνη στο Παρίσι. Εκείνη, όμως, παρά την αγάπη της, σύντομα θα τον απαρνηθεί προς χάριν της κοινωνικής της θέσης. Συντετριμμένος κι άφραγκος, ο Λισιέν θα πιάσει δουλειά σε μια φτωχοταβέρνα, όπου θα γνωρίσει τον δημοσιογράφο Λουστό και μαζί έναν ολόκληρο κόσμο εφημερίδων και καλλιτεχνών διεφθαρμένο και βουτηγμένο στις καταχρήσεις και την αδικία. Σε μια πόλη όπου η μόνη ευκαιρία γι ανέλιξη είναι να γίνει κάποιος χειρότερος, ο Λισιέν, θα διαπρέψει ως δημοσιογράφος που χρηματίζεται, θα ξαναζήσει τον έρωτα με την νεαρή ηθοποιό Κοραλί και θα αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης με τον από-το-άλλο-στρατόπεδο συγγραφέα Ναθάν. Όμως η εξουσία λειτουργεί πάντα υπόγεια κι ο Λισιέν συνεχίζει να μην το βλέπει. Όλα μέλλουν να χαθούν άρα ξανά, έτσι όπως χάνει το μέτρο συνέχεια και εξακολουθεί να διχάζεται αναποφάσιστος ανάμεσα στον κόσμο των ευγενών και σ’ εκείνον των απλών ανθρώπων. Σ’ όλη αυτή την διαδρομή, από την πτώση στην άνοδο και ξανά στην πτώση ο Λισιέν θα βιώσει το τίμημα του να χάνεις την ψυχή σου λίγο-λίγο…
Αν η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη μεγάλη οθόνη είναι έτσι κι αλλιώς ένα δύσκολο εγχείρημα, οι πιθανότητες επιτυχίας του μειώνονται δραματικά όσο πιο σημαντικό είναι το βιβλίο. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πόσο ψηλά έβαλε στον εαυτό του τον πήχη με τις Χαμένες Ψευδαισθήσεις ο Ξαβιέ Τζιανολί, διασκευάζοντας για το σινεμά το ομώνυμο, άνω των 800 σελίδων και δύο χιλιάδων προσώπων, τρίτομο κλασικό μυθιστόρημα, αυτού του μεγαλοφυή, ανοικονόμητου, μεγαλύτερου-από-τη-ζωή μυθιστοριογράφου που ονομάζεται Ονορέ ντε Μπαλζάκ κι έχει το σπάνιο ταλέντο να μπορεί να τα λέει όλα μαζί ταυτόχρονα. Απολαυστικά, παθιασμένα κι ανελέητα, εναλλάσσοντας το προσωπικό με το κοινωνικό με ευελιξία ακροβάτη-ισορροπιστή, ανατέμνοντας με πλούσια γλώσσα και ακρίβεια χειρουργού την ανθρώπινη ψυχή, την εποχή και τα ήθη της -κρατώντας ιδιαίτερο φαρμάκι για τον κόσμο των εφημερίδων όπου κι επικεντρώνεται- και σερβίροντάς μας τις λέξεις του λαχταριστές σαν τους αχνιστούς καφέδες και τα φαγητά που θα τον έστελναν μια ώρα αρχύτερα στον τάφο, ο Μπαλζάκ δεν αφήνει άλλη επιλογή στον αναγνώστη του απ’ το να τον κερδίσει. Απέναντι σ’ αυτό τι θα μπορούσε άραγε να αντιτάξει ο Τζιανολί; Μα φυσικά τίποτα. Κι ευτυχώς γι αυτόν και για εμάς μαζί, αυτό ακριβώς έκανε: δημιούργησε κινηματογραφικά για τον εαυτό του το χώρο που ήθελε, αλλά δέχτηκε ν’ αφήσει τον Μπαλζάκ να πρωταγωνιστήσει. Συμπλέοντας κι όχι ανταγωνιζόμενος, μεταφέροντας με κινηματογραφικούς όρους, τον πλούτο της γλώσσας, το πάθος της περιγραφής, την ισορροπία και την ακρίβεια, κατόρθωσε να συμπυκνώσει, να ενσωματώσει και να αποδώσει την ουσία ενός λογοτεχνικού μεγαθηρίου σπρώχνοντας το νόημα εκεί που ήθελε – αφού κάθε σπουδαίο έργο είναι και μια παραβολή που κεντράρει μέσα μας εκεί που μας αγγίζει περισσότερο- κι εδώ δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί την κατάσταση που επικρατεί σήμερα σε σχέση με τη διαφθορά, αλλά και με την αν-ελευθερία του τύπου.
Όπως σε κάθε καλή κινηματογραφική μεταφορά σπουδαίου βιβλίου, όπως δηλαδή στο Όνομα του Ρόδου του Ζαν Ζακ Ανό και στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι του Φίλιπ Κάουφμαν, έτσι κι εδώ ο χρόνος κυλά προς όφελος της ταινίας, αβίαστα, με τις δυόμιση ώρες να περνάνε σχεδόν απνευστί και τον θεατή να συμπλέει συναισθηματικά, ταυτιζόμενος όχι κατ’ ανάγκη με τον ίδιο τον ήρωα, αλλά με τις περιπέτειές του, τις καταστάσεις και κάποιους δευτεραγωνιστές και κυρίως με τον τρόπο που συνθλίβει η διαφθορά, αλλά κι οι αδυναμίες μας, την ανθρώπινη μοίρα.
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά όπλα που ο Τζιανολί χρησιμοποίησε σ’ αυτή την σύμπλευση-αναμέτρηση, εκτός απ’ την εξαιρετική φωτογραφία, τα σκηνικά και τα κοστούμια που αποδίδουν ακριβώς την εποχή και το πνεύμα της, ήταν και η επιλογή των ηθοποιών του. Ένας πολύ νέος για το ρόλο του Λισιέν (Μπενζαμέν Βουαζάν) και μερικά βαριά ονόματα του γαλλικού σινεμά, όπως οι Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Σεσίλ ντε Φρανς, Βανσάν Λακόστ, Ζαν Μπαλιμπάρ και Ξαβιέ Ντολάν κλπ που σήκωσαν επάξια την ταινία στους ώμους τους και συνέβαλλαν στο να αναδειχθεί η ατμόσφαιρά της. Πραγματικός, όμως, πρωταγωνιστής παραμένει απλά και ξεκάθαρα ο Μπαλζάκ και τα λόγια του, που συχνά ακούγονται αυτούσια εκτός κάδρου δια στόματος Ξαβιέ Ντολάν που μας αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πως ξέρει πολύ καλά που διαλέγει να παίζει.
Κάθε ομοιότητα με πράγματα και καταστάσεις σε σχέση με την διαφθορά στον Τύπο και τη λογοκρισία της εξουσίας σήμερα, δεν είναι βέβαια καθόλου συμπτωματική και τα πράγματα ζέχνουν σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν να μην αφήνουν καμία ελπίδα. Όπως, όμως, μας λέει ο Μπαλζάκ δια στόματος Λισιέν, σταματά κάποια στιγμή κανείς να ελπίζει κι αρχίζει να ζει, αφού το τι γίνεται μετά την απογοήτευση, είναι αυτό που ψάχνουμε όλοι….